Η σεξουαλική παρενόχληση αποτελεί συμπεριφορά που δεν είναι αποδεκτή από το δίκαιο, ως επιφέρουσα προσβολή της προσωπικότητάς του εργαζόμενου και γεννά υπέρ του παρενοχλούμενου δικαιώματα, ενώ σε βάρος του παρενοχλούντα επιφέρει αστικές, διοικητικές και ποινικές κυρώσεις.
Στην περίπτωση που παρενοχλεί ο εργοδότης, ορίζεται αξίωση του παρενοχλούμενου για πλήρη αποζημίωση, θετική και αποθετική, για υλική και ηθική βλάβη, που προκαλείται από την παρενόχληση. Περαιτέρω, όταν ένα πρόσωπο ισχυρίζεται ότι υφίσταται μεταχείριση που ενέχει διάκριση λόγω φύλου (άρα και σεξουαλική παρενόχληση) και επικαλείται, ενώπιον δικαστηρίου ή άλλης αρμόδιας αρχής, γεγονότα ή στοιχεία από τα οποία πιθανολογείται άμεση ή έμμεση διάκριση λόγω φύλου, ή ότι εκδηλώθηκε σεξουαλική ή άλλη παρενόχληση κατά την έννοια του νόμου, ο εργοδότης φέρει το βάρος να αποδείξει στο δικαστήριο ή σε άλλη αρμόδια αρχή, ότι δεν υπήρξε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών και παρενόχληση.
Ως μορφές παρενόχλησης θεωρούνται, μεταξύ άλλων, τα περιττά αγγίγματα στο σώμα του εργαζόμενου, ανεπιθύμητες ερωτικές και ανήθικες προτάσεις ή πίεση για σεξουαλικές πράξεις ή συνεχείς προτάσεις εντός του εργασιακού χώρου με εκμετάλλευση της εργασιακής θέσης του παθόντος.
ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΠΙΔΙΚΑΣΗΣ ΧΡΗΜΑΤΙΚΗΣ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗΣ ΗΘΙΚΗΣ ΒΛΑΒΗΣ ΛΟΓΩ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗΣ ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΗΣ ΣΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ
. . .
Στην προκείμενη περίπτωση (81/2023 ΜονΕφΠειραιώς), η ενάγουσα – ήδη εφεσίβλητη, εξέθετε στην ως άνω από 27-5-2019 (με Ε.Α.Κ. …………/2019) αγωγή της, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ότι, την 1η-11-2014 προσλήφθηκε από τη δεύτερη εναγόμενη – ήδη δεύτερη εκκαλούσα μονοπρόσωπη εταιρία περιορισμένης ευθύνης (η οποία δραστηριοποιείται στη διεξαγωγή διεθνών μεταφορών), δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου μερικής απασχόλησης, που συνήψε διά του πρώτου εναγόμενου – ήδη πρώτου εκκαλούντος, μοναδικού εταίρου, νόμιμου εκπροσώπου και διαχειριστή αυτής, για να εργαστεί ως υπάλληλος γραφείου, αντί μηνιαίων αποδοχών 500 ευρώ πλέον ασφαλιστικών εισφορών. . . . . Ότι, περαιτέρω, ο πρώτος εναγόμενος με την ειδικότερα αναφερόµενη στην αγωγή συµπεριφορά του και εκμεταλλευόμενος την εργασιακή τους σχέση, την παρενόχλησε επανειλημμένως σεξουαλικά στον χώρο εργασίας της, προσβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο την προσωπικότητά της. Ότι, επιπλέον, ο εναγόµενος πρόσβαλε την προσωπικότητά της, δυνάμει της από 11-1-2019 εξώδικης δήλωσης – διαµαρτυρίας του, όπου ισχυρίστηκε τα επίσης αναφερόµενα στο δικόγραφο της αγωγής, συκοφαντικά για την ενάγουσα περιστατικά, ενώ γνώριζε την αναλήθειά τους, τα οποία περιήλθαν σε γνώση τρίτων, µε σκοπό να πλήξει την τιµή και την υπόληψη της. Ότι, εξαιτίας της ως άνω υπαίτιας και παράνοµης συµπεριφοράς του εναγόμενου, αυτή (ενάγουσα) υπέστη ηθική βλάβη για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται χρηµατική ικανοποίηση.
Ζητούσε δε ακολούθως, όπως παραδεκτά περιόρισε το αγωγικό αίτημα από καταψηφιστικό σε εν μέρει αναγνωριστικό (με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου της ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά αυτού, αλλά και με τις πρωτόδικες προτάσεις της), να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόµενοι, ο καθένας εις ολόκληρο, υποχρεούνται να της καταβάλουν το ποσό των 14.569,80 ευρώ για ασφαλιστικές εισφορές και το ποσό των 15.000 ευρώ ως χρηµατική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, καθώς επίσης να υποχρεωθούν να της καταβάλουν περαιτέρω το ποσό των 15.000 ευρώ ως χρηµατική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, κυρίως µε βάση τις περί αδικοπραξίας διατάξεις, άλλως και όλως επικουρικώς µε βάση τις περί αδικαιολόγητου πλουτισµού διατάξεις, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή, όλα τα ανωτέρω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση.
Με την εκκαλουμένη απόφασή του (υπ΄αρ. 2600/2021), το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, δικάζοντας (κατόπιν της προαναφερθείσας υπ΄αρ. 295/2011 παραπεμπτικής απόφασης του ίδιου Δικαστηρίου), κατά την ως άνω ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών (άρθρα 614 περ. 3 επ. ΚΠολΔ), έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη ως προς την κύρια βάση της, πλην του παρεπόμενου αιτήματός της περί απαγγελίας εις βάρος του πρώτου εναγόμενου προσωπικής κράτησης, ως µέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης, το οποίο απέρριψε ως μη νόμιμο, καθώς, σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 1047 παρ. 2 ΚΠολΔ, δεν διατάσσεται προσωπική κράτηση για απαίτηση µικρότερη από 30.000 ευρώ και στην ένδικη περίπτωση το καταψηφιστικό αίτηµα της αγωγής ανέρχεται στο ποσό των 15.000 ευρώ.
Επιπλέον, ως µη νόµιµη απέρριψε την περί αδικαιολόγητου πλουτισμού επικουρική βάση της αγωγής, διότι αυτή επιχειρείται να στηριχθεί στα ίδια πραγµατικά περιστατικά, στα οποία θεµελιώνεται και η κύρια βάση της (ΑΠ 16/2008, ΑΠ 1773/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 222/2003 ΕλλΔνη 2003.1261, ΑΠ 104/2003 ΕλλΔνη 44.983). Ακολούθως, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή κι ως ουσιαστικά βάσιμη (ως προς την κύρια βάση της) και αναγνώρισε την υποχρέωση της δεύτερης εναγόμενης εταιρίας να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 5.537,20 ευρώ ως ασφαλιστικές εισφορές, καθώς επίσης υποχρέωσε τους εναγόμενους, τον καθένα εις ολόκληρο, να καταβάλουν στην ενάγουσα το ποσό των 6.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής έως την εξόφληση. Καταδίκασε, τέλος, τους εναγόμενους στην καταβολή μέρους της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας, λόγω της εν μέρει νίκης της και ανάλογα με την έκταση αυτής, την οποία όρισε στο ποσό των 600 ευρώ.
Ήδη κατά της ως άνω οριστικής απόφασης, παραπονούνται οι εναγόμενοι – εκκαλούντες με την κρινόμενη έφεσή τους, για τους λόγους που εκθέτουν σ΄ αυτήν, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν δε την εξαφάνισή της, άλλως τη μεταρρύθμισή της, ώστε να απορριφθεί, στο σύνολό της, η ως άνω αγωγή της αντιδίκου τους.
. . .
Η ενάγουσα προσλήφθηκε την 1η-11-2014 από τη δεύτερη εναγόμενη – ήδη δεύτερη εκκαλούσα μονοπρόσωπη εταιρία περιορισμένης ευθύνης, η οποία δραστηριοποιείται στη διεξαγωγή διεθνών μεταφορών, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου μερικής απασχόλησης, που συνήψε διά του πρώτου εναγόμενου – ήδη πρώτου εκκαλούντος, μοναδικού εταίρου, νομίμου εκπροσώπου και διαχειριστή της εταιρίας αυτής, για να εργαστεί ως υπάλληλος γραφείου, αντί καθαρών μηνιαίων αποδοχών 500 ευρώ, πλέον ασφαλιστικών εισφορών, όπως σαφώς αναφέρει η ίδια στην ανωμοτί εξέτασή της, αλλά και οι ανωτέρω ενόρκως βεβαιούντες, μάρτυρές της. Η ενάγουσα είναι έγγαμη με δύο παιδιά και κατά το χρόνο της πρόσληψής της, για την οποία μεσολάβησαν ο αδερφός της ……… και ο φίλος του ……….., καθώς αυτοί γνώριζαν τον πρώτο εναγόμενο (βλ. σχετικά ως άνω ένορκες βεβαιώσεις τους), ήταν ήδη μακροχρόνια άνεργη και είχε οικονομική ανάγκη να εργαστεί. Το ωράριο εργασίας της συμφωνήθηκε έξι ώρες ημερησίως (από 9 π.μ. έως 15 μ.μ.) επί πέντε ημέρες εβδομαδιαίως. Τα καθήκοντά της ήταν αυτά της γενικής γραμματειακής υποστήριξης και ειδικότερα ο χειρισµός ηλεκτρονικού υπολογιστή, η διαχείριση της αλληλογραφίας, η λήψη παραγγελιών και η επικοινωνία µε πελάτες της επιχείρησης, η έκδοση τιµολογίων κ.λπ.
. . .
Περαιτέρω, προέκυψε ότι, από τον Οκτώβριο του έτους 2018 κι ενώ τον προηγούμενο μήνα η ενάγουσα είχε θέσει πιο επιτακτικά από ποτέ το θέμα της ασφάλισής της, αποσπώντας από τον εναγόμενο την υπόσχεση ότι θα το τακτοποιήσει, εντούτοις, όχι μόνο δεν συνέβη κάτι τέτοιο, αλλά η συµπεριφορά του εναγόμενου άρχισε να υπερβαίνει τα όρια που δικαιολογούνται στο πλαίσιο της εργασιακής σχέσης και την οικειότητα που δημιουργείται εξ αυτής και να μετατρέπεται σε ερωτική προσέγγιση. Πιο συγκεκριμένα, αφενός μεν αυτός άφηνε διάσπαρτους πάνω στο γραφείο του ψηφιακούς δίσκους με πορνογραφικό υλικό (οι οποίοι αρχικά βρισκόταν στο συρτάρι του γραφείου), αφετέρου δε, κατά την ώρα εργασίας, ο εναγόµενος παρακολουθούσε στον υπολογιστή τους ψηφιακούς αυτούς δίσκους, φορώντας μεν ακουστικά για να μην ακούγεται ο ήχος, στρέφοντας, όμως, την οθόνη προς την ενάγουσα (καθώς μεταξύ των γραφείων τους υπήρχε ένα γυάλινο διαχωριστικό), ώστε να την αναγκάσει να βλέπει, παρότι αυτή του είχε πει, αλλά και του είχε δείξει με τη συμπεριφορά της (αλλάζοντας θέση), ότι την ενοχλούσε το θέαµα.
Η κατάθεση της μάρτυρα του εναγόμενου, που αναφέρει ότι τα γραφεία τα χώριζε τοίχος που είχε ένα γυάλινο τμήμα και από εκεί που ήταν το γραφείο της ενάγουσας δεν μπορούσε να δει τι παρακολουθούσε ο πρώτος εναγόμενος στον υπολογιστή του, δεν αναιρεί τα παραπάνω (όπως αβάσιμα υποστηρίζουν οι εναγόμενοι στο δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου της έφεσης), αφού, ακριβώς γι΄ αυτόν τον λόγο ο εναγόμενος έστρεφε τον υπολογιστή του, προκειμένου δηλ. να αποκτήσει οπτική επαφή η ενάγουσα. Παράλληλα, ο εναγόµενος πρότεινε στην ενάγουσα να συναντηθούν εκτός εργασίας, πρόταση την οποία η τελευταία αρνιόταν τονίζοντας ότι η σχέση τους ήταν μόνο επαγγελµατική. Παραταύτα, ο εναγόμενος συνέχισε να προκαλεί την ενάγουσα, κυκλοφορώντας μάλιστα ενίοτε ημίγυμνος από τη μέση και πάνω στον εργασιακό χώρο, ενώ μια φορά είχε αφήσει το παντελόνι του πάνω στο γραφείο της. Ακόμη, (ο εναγόμενος) επεδίωκε κάποιες φορές να έχει σωματική επαφή μαζί της, προσπαθώντας να την αγκαλιάσει, αν και η ενάγουσα το απέφευγε κι απομακρυνόταν, ενώ άλλες φορές, κατά τη διάρκεια που η ενάγουσα εργαζόταν στο γραφείο της, αυτός ερχόταν από πάνω της µε την πρόφαση να δει κάτι στον υπολογιστή της και πίεζε τα γεννητικά του όργανα στον ώµο της.
Σημειωτέον δε ότι, το τελευταίο αυτό περιστατικό, που καταθέτει η ενάγουσα στην ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου εξέτασή της, μνημονεύεται και στην αγωγή, αντίθετα με όσα περί του αντιθέτου υποστηρίζονται στο τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου της έφεσης. Επίσης, στην υπ΄αρ. …../2019 ένορκη βεβαίωσή του, ο αδερφός της ενάγουσας ………. αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι, όπως του είχε εκμυστηρευτεί η αδερφή του, ο εναγόμενος ‘’… παραβίαζε τον προσωπικό της χώρο και προσπαθούσε να την αγγίξει’’. Η εκδήλωση της δυσαρέσκειας της ενάγουσας για τις ως άνω ενέργειες του εναγόμενου, που συνιστούν σεξουαλική παρενόχληση προς το πρόσωπό της, καθώς και η άρνησή της να ενδώσει σε αυτή, είχε ως αποτέλεσμα ο εναγόμενος να γίνει εριστικός απέναντί της.
Κορύφωση δε της ως άνω, προσβλητικής για την προσωπικότητα της ενάγουσας, συμπεριφοράς του (πρώτου) εναγόμενου, αποτέλεσε το κάτωθι περιστατικό: Στις 2 Ιανουάριου 2019, όταν η ενάγουσα επέστρεψε στην εργασία της, μετά την αργία της πρωτοχρονιάς, ανοίγοντας τον προσωπικό της λογαριασμό του εταιρικού ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, το οποίο μόνο η ίδια διαχειριζόταν, διαπίστωσε ότι ο εναγόμενος την 1η Ιανουάριου 2019, από τον προσωπικό του λογαριασμό του δικού του εταιρικού ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, της είχε στείλει, με δύο μηνύματα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας που απείχαν λίγα λεπτά το ένα από το άλλο, φωτογραφίες σεξουαλικού περιεχομένου μιας γυμνής γυναίκας, η οποία ήταν η τότε σύντροφος του εναγόμενου ………… (ήδη μάρτυρας ανταπόδειξης), όπως αργότερα έμαθε η ενάγουσα, όταν η μάρτυρας αυτή κατέθεσε υπέρ του εναγόμενου στην Επιθεώρηση Εργασίας. Στη συνέχεια, την ίδια μέρα (2-1-2019), ο εναγόμενος τηλεφώνησε στην ενάγουσα να της ευχηθεί καλή χρονιά και άρχισε να τη ρωτάει με τρόπο που της κίνησε την περιέργεια αν όλα ήταν καλά, αν είχε την αίσθηση ότι ήταν μια ιδιαίτερη ημέρα στη δουλειά, της είπε να αποχωρήσει νωρίτερα από την εργασία της και ότι θα της φέρεται πολύ καλά, εάν ήταν και η ίδια καλή μαζί του. Η ενάγουσα αποχώρησε σε κατάσταση σοκ από τα γραφεία της εταιρίας, όπου μετέβη εκ νέου την επόμενη ημέρα και απέστειλε ένα μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στον εναγόμενο, με το οποίο του γνωστοποίησε την διακοπή της συνεργασίας τους, καθώς λόγω των συνθηκών δεν μπορούσε πλέον να συνεχίσει να παρέχει την εργασία της.
Ειδικότερα, όπως αυτολεξεί αναφέρει στο ως άνω μήνυμά της, απευθυνόμενη στον εναγόμενο: ‘’… Δέχομαι κατ’ επανάληψη εκ µέρους σου προσβλητικές συµπεριφορές, που προσβάλλουν την προσωπικότητά μου και έχουν µεταβάλλει το γραφείο σε περιβάλλον εξευτελικό, εκφοβιστικό, επιθετικό και ταπεινωτικό για εµένα. Αποκορύφωµα ήταν τα δύο ηλεκτρονικά µηνύµατα που εστάλησαν στο προσωπικό ταχυδροµείο της εργασίας µου µε χυδαίο περιεχόµενο και µου δηµιούργησαν µεγάλη ταραχή, ανησυχία, φόβο. Δεν χρειάζεται να πω πόσο προσέβαλαν την αξιοπρέπειά µου ως εργαζόµενη και ως γυναίκα’’. Ζητούσε δε, τέλος η ενάγουσα με το ίδιο μήνυμα από τον εναγόμενο, να της καταβάλει αποζημίωση απόλυσης, ασφαλιστικές εισφορές, καθώς επίσης (ζητούσε) και την αποκατάσταση της ηθικής της βλάβης.
Το γεγονός ότι, όπως αναφέρει η ενάγουσα στην αγωγή της και έγινε παραπάνω δεκτό, η σεξουαλική παρενόχλησή της από τον εναγόμενο, άρχισε τον Οκτώβριο του 2018, ενώ αυτή εργαζόταν στην εταιρία του από το έτος 2014, αλλά και το ότι στο ως άνω άνω mail, δεν αναγράφονται ρητά οι λέξεις ‘’σεξουαλική παρενόχληση’’, δεν σημαίνει ότι δεν υπήρξε τέτοια, όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο εναγόμενος στο πέμπτο σκέλος του πρώτου λόγου της έφεσής του. Άλλωστε η ενάγουσα, στο μήνυμα αυτό, κάνει λόγο για συμπεριφορά προσβλητική της προσωπικότητάς της, που δημιούργησε ένα περιβάλλον εξευτελικό, εκφοβιστικό, επιθετικό και ταπεινωτικό για εκείνη, αναφέρεται δε στο χυδαίο περιεχόμενο των ως άνω mails (με τις γυμνές φωτογραφίες) που έλαβε από τον εναγόμενο και την προσέβαλαν τόσο ως εργαζόµενη όσο και ως γυναίκα.
Οι ανωτέρω αναφερθείσες ενέργειες του εναγόμενου, συνιστούν, κατά τα προεκτεθέντα, σεξουαλική παρενόχληση, όπως αυτή οριοθετήθηκε στη μείζονα σκέψη, καθώς αποτελούν μορφές ανεπιθύμητης λεκτικής και σωματικής συμπεριφοράς σεξουαλικού χαρακτήρα, που είχαν ως σκοπό αλλά και ως αποτέλεσμα την προσβολή της αξιοπρέπειας της ενάγουσας – εργαζόμενης. Η συμπεριφορά δε αυτή εκ μέρους του εναγόμενου, δεν είναι αποδεκτή από το δίκαιο, ως επιφέρουσα προσβολή της προσωπικότητάς της τελευταίας, στο πεδίο της γενετήσιας ζωής, κατ’ εκμετάλλευση της ανωτέρω εργασιακής σχέσης και της θέσης του ως εργοδότη. Τα παραπάνω, εξάλλου, γεγονότα, πέραν από τις ως άνω προσκομιζόμενες φωτογραφίες και τα όσα κατέθεσε η ενάγουσα στην ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ανωμοτί εξέτασή της, επιρρονύονται και από τα όσα βεβαιώνουν οι παραπάνω μάρτυρές της στις προαναφερθείσες ένορκες βεβαιώσεις τους, στους οποίους τα είχε εμπιστευτεί η ενάγουσα, ευρισκόμενη σε πολύ κακή ψυχολογική κατάσταση κι αναζητώντας μια λύση.
Μάλιστα, ο ……, όπως ο ίδιος αναφέρει στην υπ΄αρ. …………/2019 ένορκη βεβαίωσή του, ήταν αυτός που την προέτρεψε να ξεπεράσει το φόβο της και να διεκδικήσει τα νόμιμα δικαιώματά της. Ο ισχυρισμός του εναγόμενου, ο οποίος επαναφέρεται με το τέταρτο σκέλος του πρώτου λόγου της ένδικης έφεσης, ότι δηλ. οι εν λόγω φωτογραφίες σεξουαλικού περιεχομένου στις οποίες απεικονίζεται η τότε σύντροφος του ………… (μάρτυρας ανταπόδειξης), εστάλησαν από αυτόν εκ παραδρομής στο εταιρικό ηλεκτρονικό ταχυδρομείο (e-mail) της ενάγουσας, ενώ ήθελε να τις στείλει στο δικό του εταιρικό e- mail (μετά από παράκληση της ως άνω συντρόφου του, ώστε αυτές να μην υπάρχουν πλέον στο κινητό του τηλέφωνο, που ήταν προσβάσιμο στο γιό του), δεν κρίνεται πειστικός. Κι αυτό διότι, το εταιρικό e-mail της ενάγουσας είναι ‘’………………’’, ενώ του εναγόμενου ‘’…………’’. Διαφέρουν δηλ. σε αρκετά σημεία και συγκεκριμένα στο e-mail του εναγόμενου, μεταξύ των λέξεων ‘….. και ‘…. υπάρχει τελεία, καθώς επίσης μετά τη λέξη ‘……. προστίθενται τα γράμματα ‘….., ο δε ιστότοπος είναι ‘…….., ενώ στο e-mail της ενάγουσας, οι ως άνω λέξεις είναι συνεχόμενες χωρίς τελεία, δεν υπάρχουν τα γράμματα ‘……. αλλά ο αριθμός 2 και ο ιστότοπος είναι ‘………..
Πέραν τούτου, ο εναγόμενος διατηρούσε, εκτός του ως άνω εταιρικού, και προσωπικό λογαριασμό ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, με διεύθυνση ………….., στον οποίο ήταν βέβαια πιο λογικό να στείλει φωτογραφίες με τόσο προσωπικό περιεχόμενο, αν αυτό επιθυμούσε να κάνει. Η ανωτέρω δε μάρτυρας, μπορεί μεν να γνωρίζει από ιδίαν αντίληψη, ότι παρακίνησε τον εναγόμενο να διαγράψει τις επίμαχες φωτογραφίες της από το κινητό του τηλέφωνο, όπως καταθέτει, αλλά δεν μπορεί να γνωρίζει αν αυτός τις απέστειλε κατά λάθος ή όχι, στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο που διαχειριζόταν η ενάγουσα. Εξάλλου, τα όσα αναφέρουν οι μάρτυρες των εναγόμενων, συνεργάτες της εταιρίας, στις ως άνω ένορκες βεβαιώσεις τους και ειδικότερα ότι, κατά τις επισκέψεις τους στα γραφεία της, δεν υπέπεσε στην αντίληψή τους να συμβαίνει κάτι που να παραπέμπει σε συμπεριφορά σεξουαλικής παρενόχλησης εκ μέρους του πρώτου εναγόμενου προς την ενάγουσα, καθώς και ότι αυτή δεν έδειχνε φοβισμένη ή ανήσυχη, δεν δύνανται να αναιρέσουν τα παραπάνω αποδειχθέντα γεγονότα, δεδομένου ότι, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, αφενός μεν οι συμπεριφορές αυτές του εναγόμενου δεν θα λάμβαναν χώρα όταν ήταν μπροστά άλλα πρόσωπα, αφετέρου δε, δεν θα τις επικοινωνούσε η ενάγουσα σε τρίτους ανθρώπους, με τους οποίους είχε μια τυπική σχέση στο πλαίσιο της εργασίας που προσέφερε στη δεύτερη εναγόμενη εταιρία, συμφερόντων του πρώτου εναγόμενου.
Ας σημειωθεί πάντως ότι, ο ενόρκως βεβαιών ………., αυτοκινητιστής, ο οποίος συνεργαζόταν με την εν λόγω εταιρία αναφέρει στην υπ΄αρ. ………/2019 ένορκη βεβαίωσή του, ότι η ενάγουσα του παραπονέθηκε ότι ‘’…καμιά φορά ο ………. (ενν. εναγόμενος) εκνευριζόταν από τη δουλειά και φώναζε και στην ίδια…’’. Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου της έφεσής τους, οι εναγόμενοι παραπονούνται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν έλαβε ουσιαστικά υπόψη την κατάθεση της μάρτυρά τους, αλλά και τα λοιπά αποδεικτικά μέσα που προσκομίστηκαν από αυτούς (ένορκες βεβαιώσεις και έγγραφα), ενώ περαιτέρω, με το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου της έφεσης, υποστηρίζουν ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη στηρίχθηκε, όσον αφορά στην κρίση της, στην κατάθεση της ενάγουσας κατά την αυτοπρόσωπη εμφάνισή της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Εντούτοις, η ενάγουσα εξετάστηκε ενώπιον του ακροατηρίου του ως άνω Δικαστηρίου ανωμοτί ως διάδικος (κατ΄ άρθρο 417 παρ.1 ΚΠολΔ, όπως ρητά αναφέρεται στην εκκαλουμένη) και δεν πρόκειται για αυτοπρόσωπη εμφάνισή της προς παροχή διασαφήσεων κατ΄ άρθρ 415 ΚΠολΔ, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι εναγόμενοι. Εκτός αυτού, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατέληξε στη δικανική πεποίθησή του μόνο από τα αναφερόμενα στην εν λόγω εξέταση της ενάγουσας.
Αντίθετα, ρητά αναγράφεται στην εκκαλουμένη ότι έλαβε υπόψη και τα λοιπά προσκομιζόμενα από την ενάγουσα, αλλά και από τους εναγόμενους αποδεικτικά στοιχεία. Σε ποιο αποδεικτικό μέσο, εξάλλου, θα δώσει μεγαλύτερη βαρύτητα το Δικαστήριο, κατά τη μόρφωση της δικανικής του πεποίθησης, εναπόκειται στην κυριαρχική κρίση του. Το παρόν, άλλωστε Δικαστήριο, εκτιμά εκ νέου όλα ανεξαιρέτως τα προσκομιζόμενα από τους διαδίκους αποδεικτικά μέσα. Επίσης, αποδείχθηκε ότι, ο ενάγων και η ως άνω ……….., τότε σύντροφός του, απέστειλαν στην ενάγουσα την από 11-1-2019 εξώδικη δήλωση – διαµαρτυρία, στην οποία ο εναγόμενος ισχυρίστηκε τα παρακάτω αναφερόµενα ψευδή περιστατικά, γνωρίζοντας την αναλήθειά τους, με βάση τα όσα παραπάνω αναφέρθηκαν, τα οποία περιήλθαν σε γνώση τρίτων ήτοι του δικηγόρου που τη συνέταξε, δικαστικού επιµελητή κ.α. (ΑΠ 688/2019, ΑΠ 987/2019, ΑΠ 1777/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και τα οποία ήταν προσβλητικά και βλαπτικά για την τιµή και την υπόληψη της ενάγουσας και ειδικότερα ότι: α) ο µισθός της ανερχόταν σε 500 ευρώ µικτά και ότι ο ίδιος της ζητούσε τα στοιχεία της για να κάνει νόµιµη αναγγελία στο Ι.Κ.Α. αλλά η ενάγουσα αρνείτο, β) ότι τον Δεκέµβριο του έτους 2018 έθεσε ως προϋπόθεση στην ενάγουσα για τη συνέχιση της εργασιακής τους σχέσης τη δήλωση της εργασιακής της απασχόλησης ενώ η ενάγουσα τον ενηµέρωσε ότι δεν επιθυµούσε την δήλωση της εργασίας της, διότι παρανόµως λάµβανε επιδόµατα από τον Ο.Α.Ε.Δ., γ) ότι η αποστολή των µηνυµάτων ηλεκτρονικού ταχυδροµείου σεξουαλικού περιεχοµένου έγινε εκ παραδροµής και παρά ταύτα η ενάγουσα µε το πρόσχηµα αυτό αποχώρησε από την εργασία της προφασιζόµενη ανάρµοστη συµπεριφορά εκ µέρους του εναγόμενου προκειµένου να διεκδικήσει µη οφειλόµενα ποσά, δ) ότι η συµπεριφορά της ενάγουσας να διεκδικήσει τα νόµιµα δικαιώµατά της υποκρύπτει εκβιασµό από µέρους της ενάγουσας προς εκείνον.
Ο πρώτος δε εναγόμενος, κατόπιν της με ΑΒΜ ……. μήνυσης της ενάγουσας, δικαζόμενος ερήμην, κηρύχθηκε ένοχος για την πράξη του άρθρου 28 παρ.1 Ν.3996/2011, με την υπ΄αρ. 3229/2019 απόφαση του Β Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, κατά της οποίας εκκρεμεί η εκδίκαση της ασκηθείσας από αυτόν έφεσης, ενώ, περαιτέρω, ο εναγόμενος άσκησε την με ΑΒΜ ….. μήνυση εις βάρος της ενάγουσας για την πράξη της απόπειρας εκβίασης, που επίσης εκκρεμεί προς εκδίκαση στον πρώτο βαθμό. Με το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου της έφεσής τους οι εναγόμενοι παραπονούνται ότι κακώς η εκκαλουμένη απέρριψε το αίτημά τους περί αναβολής της συζήτησης της ένδικης υπόθεσης, κατ΄ άρθρο 250 ΚΠολΔ, έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης επί των ως άνω ποινικών υποθέσεων. Κι αυτός, όμως, ο λόγος της έφεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι η αναβολή του άρθρου 250 ΚΠολΔ, είναι δυνητική για το Δικαστήριο.
Στη συγκεκριμένη δε περίπτωση, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, όπως και το παρόν, έκρινε τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά στοιχεία επαρκή, ώστε να μορφώσει πλήρη δικανική πεποίθηση σχετικά με την ένδικη υπόθεση, χωρίς να χρειάζεται να αναβάλει την εκδίκασή της έως την αμετάκλητη περάτωση της ποινικής διαδικασίας. Με το τέταρτο σκέλος, τέλος του δεύτερου λόγου της κρινόμενης έφεσης, οι εναγόμενοι υποστηρίζουν ότι, δεδομένου ότι οι ισχυρισμοί τους αποτελούν άρνηση της αγωγής και όχι ένσταση, το βάρος απόδειξης για την σεξουαλική παρενόχληση της ενάγουσας το φέρει η ίδια, οπότε εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο θεώρησε ότι ο πρώτος εναγόμενος δεν απέδειξε ότι δεν συνέβη σεξουαλική παρενόχληση, για τη μη ύπαρξη της οποίας έφερε το βάρος απόδειξης. Στην προκείμενη, ωστόσο, υπόθεση, που αφορά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης και ειδικότερα σεξουαλική παρενόχληση, κάμπτονται οι γενικοί δικονομικοί κανόνες περί του βάρους απόδειξης, θεσπίζεται δε ειδικότερος κανόνας αντιστροφής του βάρους απόδειξης.
Συγκεκριμένα, όπως εκτέθηκε στη μείζονα σκέψη, σύμφωνα με το άρθρο 24 του Ν. 3896/2010 (ο οποίος αποτελεί ενσωμάτωση της οδηγίας 2006/54/ΕΚ στην ελληνική έννομη τάξη), όταν ένα πρόσωπο που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του νόμου, επικαλείται, ενώπιον δικαστηρίου ή άλλης αρμόδιας αρχής, γεγονότα ή στοιχεία από τα οποία πιθανολογείται άμεση ή έμμεση διάκριση λόγω φύλου, ή ότι εκδηλώθηκε σεξουαλική ή άλλη παρενόχληση κατά την έννοια του νόμου, ο καθ’ού φέρει το βάρος να αποδείξει στο δικαστήριο ή σε άλλη αρμόδια αρχή, ότι δεν υπήρξε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών και παρενόχληση (βλ. σχετικά και διαπιστώσεις στο υπ΄αρ.πρωτ. 25677/29412/2019 Πόρισμα του Συνήγορου του Πολίτη, αναφορικά με την ένδικη υπόθεση). Επομένως, ο ως άνω λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Σε κάθε περίπτωση, το Δικαστήριο κρίνει ότι από τα προσκομιζόμενα από την ενάγουσα ως άνω αναφερθέντα αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκαν τα προεκτεθέντα περιστατικά, που συνιστούν την εις βάρος της σεξουαλική παρενόχληση εκ μέρους του πρώτου εναγόμενου.
Από τα παραπάνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, το Δικαστήριο οδηγείται περαιτέρω στην κρίση, ότι η ενάγουσα υπέστη ηθική βλάβη από την ανωτέρω περιγραφείσα υπαίτια, παράνομη και προσβλητική της προσωπικότητάς της συμπεριφορά του πρώτου εναγόμενου-νομίμου εκπροσώπου της δεύτερης εναγόμενης, συνιστάμενη αφενός μεν στη μη ασφάλιση αυτής, παρά τις συνεχείς οχλήσεις της, με συνέπεια (η ενάγουσα) να στερείται ασφαλιστικής κάλυψης και να μη υπολογίζονται τα έτη εργασίας της ως συντάξιμα έτη, εκμεταλλευόμενος παράλληλα την ανάγκη της ενάγουσας να εργασθεί (ΑΠ 542/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αφετέρου δε στη σεξουαλική παρενόχληση της ενάγουσας και τη συκοφαντική δυσφήμησή της.
Για την αποκατάσταση της ηθικής αυτής βλάβης της, λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών κάτω από τις οποίες τελέστηκε η προσβολή, του είδους της και της κατ’ εξακολούθηση τέλεσής της, της κακής ψυχολογικής κατάστασης στην οποία περιήλθε, ένεκα αυτής, η ενάγουσα, αλλά και του γεγονότος ότι αναγκάστηκε να αποχωρήσει από την εργασία της και γενικά της ταλαιπωρίας και της στεναχώριας που υπέστη, εξαιτίας των εν λόγω περιστατικών, καθώς και του βαθμού του πταίσματος του πρώτου εναγόμενου, ο οποίος εκμεταλλεύθηκε την εργασιακή θέση της ενάγουσας και επέδειξε εριστική συμπεριφορά, ως αντίδραση στις ενέργειες της ενάγουσας για την προστασία της, σε συνδυασμό με την κοινωνικοοικονομική κατάσταση των διαδίκων, το Δικαστήριο κρίνει, με βάση τα διδάγματα της ανθρώπινης εμπειρίας και της λογικής, ότι πρέπει να επιδικασθεί στην ενάγουσα, ως χρηματική ικανοποίηση, το ποσό των 6.000 ευρώ.
Το ποσό αυτό, κρίνεται εύλογο, με βάση τα ως άνω ληφθέντα υπόψη γεγονότα και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 του Συντάγματος), όπως η αρχή αυτή εξειδικεύεται με τη διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ, κατά τα κριθέντα και από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Ως προς το ύψος δε της επιδικασθείσας με την εκκαλουμένη απόφαση, χρηματικής ικανοποίησης, δεν υπάρχει ειδικός λόγος έφεσης. Εξάλλου, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, από τη διάταξη του άρθρου 71 εδ. α΄ ΑΚ, προκύπτει ότι, στην περίπτωση αδικοπραξίας των οργάνων που αντιπροσωπεύουν το νομικό πρόσωπο, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το νομικό πρόσωπο ευθύνεται και σε χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, βάσει της ως άνω γενικής διάταξης του άρθρου 932 ΑΚ (Ολ. ΑΠ 8/2008, ΑΠ 542/2018 ο.π.), οπότε υπεύθυνη προς καταβολή του ως άνω ποσού, εις ολόκληρο με τον πρώτο εναγόμενο, είναι και η δεύτερη εναγόμενη εταιρία.
Κατόπιν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που, με την εκκαλουμένη απόφασή του, κατέληξε στην ίδια κρίση με το παρόν και έκανε εν μέρει δεκτή την ένδικη αγωγή κι ως ουσιαστικά βάσιμη, αναγνώρισε ότι η δεύτερη εναγόμενη εταιρία – δεύτερη εκκαλούσα οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα – εφεσίβλητη, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής έως την εξόφληση, το συνολικό ποσό των 5.537,20 ευρώ ως οφειλόμενες ασφαλιστικές εισφορές, καθώς επίσης υποχρέωσε τους εναγόμενους – εκκαλούντες, τον καθένα εις ολόκληρο, να καταβάλουν στην ενάγουσα – εφεσίβλητη, με το νόμιμο τόκο ως ανωτέρω, το ποσό των 6.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, κατά τα προαναφερθέντα, δεν έσφαλε και ορθώς εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Συνεπώς, η κρινόμενη έφεση, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τα δε δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός της, θα επιβληθούν εις βάρος των εκκαλούντων λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως προσδιορίζονται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει, κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων, την έφεση κατά της υπ’αρ. 2600/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών.
Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου του Δημοσίου (e- παράβολο με αρ. …………../2021, ποσού 100 ευρώ) στους καταθέσαντες αυτό εκκαλούντες.
Δέχεται τυπικά την έφεση και
Απορρίπτει αυτήν στην ουσία.
Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, εις βάρος των εκκαλούντων, τα οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ.
KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 2 Φεβρουαρίου 2023, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ H ΓPAMMATEAΣ
- Βλέπε και άρθρο Καταγγελία Σύμβασης Εργασίας
- Βλέπε και άρθρο Αποζημίωση Απόλυσης
- Βλέπε και άρθρο Μεταβολή Όρων Εργασίας
- Βλέπε και άρθρο Επίσχεση Εργασίας
- Βλέπε και άρθρο Ετήσια Κανονική Άδεια
- Βλέπε και άρθρο Αμοιβή Εργαζόμενου
- Βλέπε και άρθρο Υπερεργασία – Υπερωρίες
- Βλέπε και άρθρο Υποχρεώσεις Εργοδοτών
- Βλέπε και άρθρο Εκ Περιτροπής Εργασία
- Βλέπε και άρθρο Αδικαιολόγητη Απουσία Εργαζόμενου