Η έφεση είναι το ένδικο μέσο με το οποίο ο διάδικος παραπονείται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο για σφάλματα της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Η νίκη του ενός διαδίκου στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας δεν σηματοδοτεί την απώλεια της υπόθεσης και αντιστρόφως το γεγονός ότι κέρδισε στο Πρωτοδικείο ο ένας διάδικος δεν σηματοδοτεί την οριστική του νίκη. Ο νομοθέτης προβλέπει τη διαδικασία της έφεσης, στην οποία η υπόθεση επαναδικάζεται από την αρχή ακόμα και με νέα αποδεικτικά μέσα (κυρίως έγγραφα). Εξαιρετικώς επιτρέπονται και νέοι ισχυρισμοί.
Η σύνταξη έφεσης από τον διάδικο που έχασε ή η αντιμετώπιση της έφεσης από τον διάδικο που κέρδισε είναι επίπονη επαγγελματική και επιστημονική εργασία λόγω της εξειδίκευσης που απαιτεί η συγκεκριμένη πράξη. Στο δικηγορικό μας γραφείο οι δικηγόροι έχουν αρκετή εμπειρία και γνωρίζουν πολλές περιπτώσεις υποθέσεων οι οποίες έγιναν δεκτές στο Πρωτοδικείο, αλλά στο Εφετείο ανατράπηκαν όλα με δικαίωση του αντιδίκου. Το Εφετείο ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο ουσιαστικά επαναδικάζει και επανακρίνει όλη την υπόθεση επανεξετάζοντας όλους τους πρωτόδικους ισχυρισμούς των διαδίκων (ενάγοντα και εναγομένου), ενώ υπό περιπτώσεις στο Εφετείο μπορούν να προβληθούν και νέοι ισχυρισμοί απο τους αντιδίκους. Μπορεί ο ενάγων ή και ο εναγόμενος να προσκομίσουν και νέα αποδεικτικά μέσα (έγγραφα και άλλες αποδείξεις) που ενισχύουν τους ισχυρισμούς τους.
Το βάσιμο ή μη των λόγων της εφέσεως κρίνεται από την εκτίμηση του όλου αποδεικτικού υλικού που προσκομίστηκε στο εφετείο, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται και εκείνο που για πρώτη φορά προσκομίζεται στην κατ’ έφεση δίκη κατά τους ορισμούς του άρθ. 529 §§ 1-2 ΚΠολΔ. Το εφετείο, όμως, δεν κωλύεται, εφόσον στο νόμο δεν ορίζεται το αντίθετο, για την, κατά την κρίση του, ολοκλήρωση της έρευνάς του σε σχέση με τη βασιμότητα των λόγων της έφεσης και την καλύτερη διάγνωση της διαφοράς, να διατάξει, χωρίς να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση, νέες ή συμπληρωματικές αποδείξεις, με τα αποδεικτικά μέσα που αναφέρονται στην πρωτόδικη απόφαση.Το εφετείο αποκρούει τα νέα αποδεικτικά μέσα, αν κρίνει ότι η παράλειψη προσκομιδής τους πρωτοδίκως οφείλεται σε βαριά αμέλεια ή πρόθεση στρεψοδικίας (ΑΠ 48/1986, ΕλλΔνη 1986.48).
Το κυριότερο όμως που πρέπει να ξέρει ο κάθε διάδικος είναι η σύντομη προθεσμία για την άσκηση της έφεσης. Όταν η έφεση επιδοθεί νομοτύπως στον διάδικο που έχασε (με δικαστικό επιμελητή) υπάρχει προθεσμία μόνο 30 ημερών για να ασκηθεί η έφεση. Επίσης, σημασία έχει να γίνει κατανοητό ότι έφεση μπορεί να ασκήσει και ο διάδικος που νίκησε εν μέρει (εν μέρει δεκτή αγωγή) ενώ η έφεση που ασκείται από τον έναν διάδικο δεν απαγορεύει την άσκηση αντέφεσης από τον αντίδικό του. Αν δεν επιδοθεί η έφεση από δικαστικό επιμελητή, τότε ο νόμος προβλέπει ότι υπάρχει προθεσμία για έφεση δύο ετών, με έναρξη της προθεσμίας από την ημέρα έκδοσης της απόφασης εκ του Πρωτοδικείου. Αν η απόφαση του Πρωτοδικείου είναι απόφαση που επιβάλλει την καταβολή χρημάτων (καταψηφιστική απόφαση επί αγωγής για χρήματα) και αυτή έχει κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή, τότε υπάρχει και ανάγκη αναστολής της εκτέλεσης της απόφασης του πρώτου βαθμού που είναι ακόμα πιο σύντομη (τρεις ημέρες) και ακόμα πιο δύσκολο να γίνει δεκτή.
Αντίστοιχα, η προθεσμία που μπορεί να ασκηθεί έφεση σε πρωτόδικη ποινική απόφαση είναι δέκα (10) μέρες, από τη Δίκη, εφόσον ο κατηγορούμενος είναι παρών (η παράσταση με δικηγόρο, εφόσον υπάρχει εξουσιοδότηση, επίσης θεωρεί τον κατηγορούμενο ως «παρών») ή δέκα (10) μέρες από την επίδοση της απόφασης, αν καταδικάστηκε ερήμην (30 μέρες αν μένει στο εξωτερικό ή είναι αγνώστου διαμονής). Οι άνω περιπτώσεις αφορούν άσκηση έφεσης σε αποφάσεις ποινικών δικαστηρίων, ωστόσο δικαίωμα έφεσης έχει ο κατηγορούμενος και κατά βουλευμάτων του Συμβουλίου Πλημ/κων, που τον παραπέμπει να δικαστεί για κακούργημα και μόνον για συγκεκριμένους λόγους.
Συνεπώς, όποιος θέλει να ασκήσει έφεση πρέπει άμεσα να απευθυνθεί σε εξειδικευμένο δικηγόρο και να του ζητήσει τη μελέτη της υπόθεσής του προκειμένου να διαπιστώσει αν μπορεί και αν αξίζει να ασκηθεί έφεση κατά της απόφασης του Πρώτου Βαθμού Δικαιοδοσίας. Το γραφείο μας έχει συντάξει με επιτυχία αρκετές εφέσεις ή έχει αναλάβει την αντιμετώπιση αρκετών εφέσεων στα κατά τόπον αρμόδια δικαστήρια όλης της Ελλάδας με αντικείμενο κάθε είδος υποθέσεις που περιγράφονται στους τομείς της δραστηριότητάς μας.
Λόγοι έφεσης
Το δικόγραφο της έφεσης που δεν περιέχει έναν τουλάχιστον ορισμένο λόγο έφεσης κηρύσσεται απαράδεκτο ΑΠ 1722/2006. Αν η αγωγή ήταν απαράδεκτη, αόριστη, ή νομικά αβάσιμη, και έγινε πρωτόδικα δεκτή ως ουσία βάσιμη, και ο εναγόμενος παραπονείται με την έφεσή του για την κατ’ ουσία παραδοχή της αγωγής, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως να διαγνώσει τις παραπάνω ελλείψεις, και να απορρίψει την αγωγή ως απαράδεκτη, αόριστη, ή νομικά αβάσιμη, ακόμη και αν δεν υπάρχει ειδικός λόγος έφεσης εκ μέρους του εκκαλούντος – εναγομένου ΑΠ 1004/2017. Οι αόριστοι λόγοι της έφεσης εξομοιώνονται με ανύπαρκτους και απορρίπτονται ως απαράδεκτοι και με αυτεπάγγελτη εξέταση ΑΠ 1574/2014. Ο λόγος της έφεσης πρέπει να διατυπώνεται με σαφήνεια, ώστε να διαγράφονται επακριβώς τα σφάλματα τα οποία αποδίδονται στην εκκαλουμένη και δικαιολογούν, κατά το αίτημα της έφεσης, την εξαφάνιση ή τη μεταρρύθμισή της ΑΠ 1574/2014. Οι λόγοι της έφεσης συνίστανται σε ορισμένες αιτιάσεις κατά της εκκαλούμενης απόφασης, που αναφέρονται είτε σε παραδρομές του εκκαλούντος, είτε σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του δικαστηρίου ΑΠ 170/2014. Οι παραδρομές του Δικαστηρίου δύναται να ανάγονται
- στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου ΑΠ 1574/2014, ή
- στην εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ΑΠ 1574/2014.
Πλημμελής εκτίμηση των αποδείξεων
Στα πραγματικά σφάλματα του δικαστηρίου ανάγεται και η πλημμελής εκτίμηση των αποδείξεων ΑΠ 104/2013 σκέψ. IIIΑΠ 170/2014. Η πλημμελής εκτίμηση των αποδείξεων προσδιορίζεται επαρκώς ως λόγος έφεσης αν αναφέρεται στην έφεση ότι εξαιτίας της πλημμελούς εκτίμησης των αποδείξεων το δικαστήριο οδηγήθηκε σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό ΑΠ 104/2013 σκέψ. III ΑΠ 170/2014. Η εξειδίκευση στην περίπτωση αυτή των σφαλμάτων περί την εκτίμηση των αποδείξεων δεν είναι αναγκαία ΑΠ 104/2013 σκέψ. III ΑΠ 170/2014 ΑΠ 267/2017.
Παράβαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου
Κατά μια άποψη, ο λόγος έφεσης με τον οποίο προβάλλεται παράβαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου είναι αόριστος αν δεν μνημονεύεται σ’ αυτόν ο κανόνας δικαίου που παραβιάστηκε και με ποιο τρόπο χώρησε η παραβίαση αυτού ΑΠ 170/2014. Κατ’ άλλη άποψη, για το παραδεκτό της έφεσης δεν είναι αναγκαίο να γίνεται ειδική μνεία στην έφεση των κανόνων ουσιαστικού δικαίου που παραβίασε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ΑΠ 1574/2014.
Έφεση κατά απόφασης ασφαλιστικών μέτρων νομής
Στις αποφάσεις για ασφαλιστικά μέτρα νομής επιτρέπεται έφεση, εντός προθεσμίας 10 ημερών από την επίδοση της απόφασης άρ. 734 παρ. 3 εδ. 1 ΚΠολΔ. Στα ασφαλιστικά μέτρα νομής, η προθεσμία έφεσης και η άσκησή της έφεσης δεν έχουν αυτοδίκαια ανασταλτικό αποτέλεσμα για την εκτελεστότητα της απόφασης άρ. 734 παρ. 4 ΚΠολΔ. Η αναστολή δύναται να διαταχθεί, αν το ζητήσει με αίτηση κατ’ άρ. 912 ΚΠολΔ ο διάδικος που νικήθηκε άρ. 734 παρ. 4 ΚΠολΔ άρ. 912 ΚΠολΔ. Η έφεση επί ασφαλιστικών μέτρων επί διατάραξης ή αποβολής από την νομή πρέπει να συζητηθεί και να εκδοθεί η απόφαση εντός της προθεσμίας ενός έτους από την διατάραξη ή την αποβολή 2678/2011 Πολ.Πρ.Αθηνών. Η άσκηση της τακτικής αγωγής περί νομής διακόπτει την παραγραφή 2678/2011 Πολ.Πρ.Αθηνών.
Δες και άρθρο Αναίρεση στον Άρειο Πάγο