ΑΦΑΙΡΕΣΗ ΧΡΗΜΑΤΩΝ ΑΠΟ ΚΟΙΝΟ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΠΡΩΗΝ ΣΥΖΥΓΩΝ. ΑΔΙΚΟΠΡΑΞΙΑ – ΑΝΕΠΙΤΡΕΠΤΗ ΑΠΟΔΟΧΗ ΑΓΩΓΗΣ ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΟΥ ΠΛΟΥΤΙΣΜΟΥ. – Αναιρείται η πληττόμενη που έκρινε ότι η αγωγή του αναιρεσιβλήτου είναι νόμιμη και ουσιαστικά βάσιμη, θεμελιώνοντας αυτήν ευθέως στις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, τούτο, δε, διότι υφίσταται αξίωση του ενάγοντος από αδικοπραξία, ήτοι από παράνομη παρακράτηση εκ μέρους της εναγομένης πρώην συζύγου του χρηματικού ποσού, το οποίο αρνείται να του το αποδώσει και συνεπώς, λόγω του ότι η αγωγή του αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι επιβοηθητικής ουσιαστικά φύσης, εν προκειμένω δεν μπορεί να ασκηθεί, αφού υφίστανται οι προϋποθέσεις της αγωγής από την αδικοπραξία και δεν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα στα οποία στηρίζεται η αγωγή από την αδικοπραξία. Αναιρεί 3574/2020 Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης – (904, 914 ΑΚ). (174/2025 ΑΠ).
. . .
Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ` ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο λόγος αυτός, όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (Ολ.Α.Π.20/2005, Ολ.Α.Π.32/1996).
Από την παραδεκτή επισκόπηση για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης (άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ) προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος, με την από 24-9-2015 αγωγή του, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, ιστορούσε ότι τον Ιούνιο του έτους 1985 τέλεσε με την ήδη αναιρεσείουσα – εναγομένη νόμιμο θρησκευτικό γάμο από τον οποίο απέκτησαν 16 τέκνα. Ότι το Φεβρουάριο του έτους 2015 η εναγομένη τον εκδίωξε από την οικογενειακή τους κατοικία και κατέθεσε σε βάρος του αγωγή διαζυγίου. Ότι κατά τη διάρκεια του έγγαμου βίου τους ο ίδιος (ενάγων) απασχολούνταν σε δύο εργασίες ενώ η εναγομένη δεν δούλευε, είχε δε αναθέσει στην τελευταία την αποκλειστική διαχείριση των οικονομικών της οικογένειας.
Ότι της εμπιστεύθηκε προς φύλαξη τις οικονομίες του και συγκεκριμένα το ποσό των 7.280 ευρώ, που είχε κληρονομήσει από τη μητέρα του και το ποσό των 10.000 ευρώ, που είχε εκταμιεύσει από κοινό τραπεζικό τους λογαριασμό υπό το φόβο κατάρρευσης του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, ήτοι συνολικά το ποσό των 17.280 ευρώ. Ότι λίγες ημέρες πριν ο ενάγων εκδιωχθεί από τη συζυγική στέγη η εναγομένη αφαίρεσε κρυφά και χωρίς τη συγκατάθεσή του από τον κοινό τραπεζικό τους λογαριασμό το ποσό των 1.900 ευρώ. Ότι η εναγομένη, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις, αρνείται να του αποδώσει τα ως άνω ποσά και συνολικά το ποσό των 19.180 ευρώ, που αποτελεί αποταμιευμένες οικονομίες του, το οποίο παράνομα παρακρατά. Βάσει των ανωτέρω ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το ως άνω ποσό.
Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ.3333/2016 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, το οποίο, αφού έκρινε νόμιμη την ως άνω αγωγή του αναιρεσίβλητου ως στηριζόμενη στις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού τη δέχθηκε και ως ουσιαστικά βάσιμη και υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 19.180,00 ευρώ, νομιμότοκα από την επομένη της επίδοσης της αγωγής. Κατά της απόφασης αυτής η αναιρεσείουσα – εναγομένη άσκησε έφεση, επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση η οποία απέρριψε την έφεση ως ουσιαστικά αβάσιμη επικυρώνοντας την ως άνω πρωτοβάθμια απόφαση. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, ότι δηλαδή η αγωγή του αναιρεσιβλήτου είναι νόμιμη και ουσιαστικά βάσιμη, θεμελιώνοντας αυτήν ευθέως στις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, και ακολούθως απέρριψε κατ’ ουσίαν την έφεση της αναιρεσείουσας, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει ομοίως, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 904 του Α.Κ., ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της.
Τούτο δε διότι, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή, υφίσταται αξίωση του ενάγοντος από αδικοπραξία, ήτοι από παράνομη παρακράτηση εκ μέρους της εναγομένης του χρηματικού ποσού των 19.180 ευρώ, το οποίο αρνείται να του το αποδώσει και συνεπώς, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, λόγω του ότι η αγωγή του αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι επιβοηθητικής ουσιαστικά φύσης, εν προκειμένω δεν μπορεί να ασκηθεί, αφού υφίστανται οι προϋποθέσεις της αγωγής από την αδικοπραξία και δεν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα στα οποία στηρίζεται η αγωγή από την αδικοπραξία (βλ. ΑΠ 663/2018, ΑΠ 2058/2017, ΑΠ 1506/2009). Επομένως, ο πρώτος, από τον αριθ. 1 του άρθρου 560 του Κ.Πολ.Δ., λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την αιτίαση ότι δεν ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε ορθά την προαναφερόμενη διάταξη ουσιαστικού δικαίου, είναι βάσιμος.
Κατ` ακολουθίαν τούτων, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων, οι οποίοι καλύπτονται από την αναιρετική εμβέλεια του ως άνω κριθέντος ως βάσιμου, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Στη συνέχεια δε, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά την παρ. 3 του άρθρου 580 ΚΠολΔ, για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο που δίκασε, συντιθέμενο από άλλον δικαστή, εκτός εκείνου που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση.
Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου στην αναιρεσείουσα (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, που δεν κατέθεσε προτάσεις, σε βάρος του αναιρεσίβλητου λόγω της ήττας του (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΙΡΕΙ την υπ` αριθ.3574/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης.
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλον δικαστή, εκτός εκείνου, ο οποίος εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου στην καταθέσασα αυτό αναιρεσείουσα.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες (2.000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 16 Ιανουαρίου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 30 Ιανουαρίου 2024.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Βλέπε και άρθρο Αναίρεση Ποινικής Απόφασης