Τα γενετήσια εγκλήματα βρίσκονται δυστυχώς πολύ συχνά στην επικαιρότητα τα τελευταία χρόνια και έτσι η ερμηνεία των σχετικών κυρωτικών κανόνων απασχολεί καθημερινά την πράξη. Συγκεντρώνει όμως και το αυτονόητο ενδιαφέρον της θεωρίας, καθώς στον νέο Ποινικό Κώδικα έχουν υιοθετηθεί σημαντικές αλλαγές που δεν φαίνεται να έχουν ακόμα ενσωματωθεί πλήρως στη νομολογία μας. Μεταξύ αυτών, κεντρικής σημασίας είναι η χρήση του όρου «γενετήσια πράξη», ο οποίος αντικατέστησε στον νέο Ποινικό Κώδικα τον όρο «ασελγής πράξη» που χρησιμοποιούνταν στον Ποινικό Κώδικα του 1950.
Ποιοί είναι οι λόγοι που οδήγησαν στην κατάργηση του όρου «ασελγής πράξη»;
Ο βασικός λόγος που επέβαλε την αντικατάσταση του όρου «ασελγής» από τον όρο «γενετήσια» πράξη ήταν το γεγονός ότι το περιεχόμενο της ασελγούς πράξης «είχε διαχρονικά δημιουργήσει σοβαρά ερμηνευτικά προβλήματα». Τα προβλήματα που είχαν δημιουργηθεί οφείλονταν στο περιεχόμενο που είχε προσλάβει νομολογιακά η έννοια της ασελγούς πράξης. Πιο συγκεκριμένα, η νομολογία μας δεχόταν παγίως ότι: «ασελγής» είναι κάθε πράξη η οποία αντικειμενικώς μεν προσβάλλει το κοινόν αίσθημα της αιδούς και των ηθών, υποκειμενικώς δε κατευθύνεται στην ικανοποίηση ή την διέγερση της γενετησίου ορμής». Η ερμηνεία αυτή δεν ήταν καθόλου αυθαίρετη ή αβάσιμη, καθώς η έννοια της ασέλγειας στην κοινωνική μας ζωή υποδηλώνει πράγματι μια συμπεριφορά που αποσκοπεί στην επίτευξη σεξουαλικής ικανοποίησης με μέσα ανήθικα ή ανεπίτρεπτα.
«Ασέλγεια» είναι η «ενέργεια που αποβλέπει στην ικανοποίηση των σεξουαλικών επιθυμιών ενός ατόμου και που έρχεται σε αντίθεση με ό,τι θεωρείται ηθικά ή είναι νομικά επιτρεπτό» διαβάζουμε στο Λεξικό Τριανταφυλλίδη. Ο όρος «ασελγής» μεταφέρθηκε άλλωστε στον Ποινικό Κώδικα του 1950 από τον Ποινικό Νόμο του 1834 (άρθρο 273), στο πλαίσιο του οποίου, για περισσότερα από εκατό έτη, η προσβολή της αιδούς και των ηθών και η επιδίωξη κορεσμού της γενετήσιας ορμής θεωρούνταν συστατικό στοιχείο των ασελγών πράξεων. Βεβαίως τότε οι ασελγείς πράξεις, όταν τελούνταν υπό τις περιγραφόμενες στον νόμο περιστάσεις, θεωρούνταν ότι πρόσβαλαν τα «ήθη» – και όχι την γενετήσια ελευθερία – και αυτά (τα ήθη) αναφέρονταν ως προστατευόμενο έννομο αγαθό και στον τίτλο του αντίστοιχου Κεφαλαίου του Ποινικού Κώδικα.
Το 1984, ο νομοθέτης διευκρίνισε ασφαλώς ότι πλέον οι κοινωνικές αντιλήψεις είχαν αλλάξει και δεν ήταν τα ήθη που προσβάλλονταν από το σεξουαλικό έγκλημα, αλλά η γενετήσια ελευθερία. Ωστόσο, κατά την περιγραφή των επιμέρους κανόνων, διατήρησε ως βασικό τρόπο προσβολής την τέλεση ασελγών πράξεων, με αποτέλεσμα να διατηρηθεί και ο διαμορφωμένος ήδη στη νομολογία μας ορισμός των πράξεων αυτών.
Ο ορισμός όμως που χρησιμοποιούσε η νομολογία μας δημιουργούσε σημαντικά ζητήματα συμβατότητας προς τις διατάξεις του Συντάγματος, της ΕΣΔΑ και αργότερα του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ειδικότερα:
Η έννοια της ασελγούς πράξης, με το περιεχόμενο που της έδιναν τα δικαστήριά μας, ήταν εξαιρετικά αόριστη. Και τούτο γιατί, προκειμένου να «προσδιοριστεί» το περιεχόμενο των ασελγών πράξεων, αξιοποιούνταν έννοιες με ακόμα πιο ασαφές περιεχόμενο, όπως είναι το «κοινό αίσθημα της αιδούς» και το «κοινό αίσθημα των ηθών», δύο έννοιες στις οποίες κάθε εφαρμοστής μπορούσε να δίνει το περιεχόμενο που αντιστοιχούσε στις δικές του προσωπικές αντιλήψεις περί ηθικής.
Το «κοινό» αυτό αίσθημα θα μπορούσε κατά περίπτωση να θεωρηθεί ότι θίγεται, όχι μόνο όταν κάποιος τελεί συνουσία με ένα άλλο άτομο παρά τη θέλησή του, αλλά και όταν κάνει λ.χ. μια χειρονομία γενετήσιου χαρακτήρα σε μια άγνωστή του κοπέλα ή όταν έρχεται σε πολύ στενή επαφή μαζί της μέσα σε ένα κατάμεστο λεωφορείο. Θα μπορούσε επίσης να θεωρηθεί ότι θίγεται όταν κάποιος αγκαλιάζει ή θωπεύει έναν ανήλικο στους μηρούς.
Προβλήματα δημιουργούσε ο ορισμός που υιοθετούσε η νομολογία μας και σε σχέση με την τήρηση της συνταγματικής επίσης περιωπής αρχής της αναλογικότητας. Και τούτο γιατί το μεγάλο εύρος του ορισμού επέτρεπε την υπαγωγή σε αυτόν πράξεων με εντελώς διαφορετική βαρύτητα ως προς την προσβολή του γενετήσιου αυτοκαθορισμού των θυμάτων. Μπορούσαν με άλλα λόγια να εξομοιώνονται ποινικά εξαναγκαστικές πράξεις συνουσίας, πεολειξίας ή αιδοιολειξίας με μια θωπεία στο στήθος επάνω από τα ρούχα ή ένα ηδυπαθές φιλί στο στόμα. Από την άλλη όμως πλευρά, ο ορισμός ήταν επίσης και αρκετά στενός, αφού προϋπέθετε σε κάθε περίπτωση ότι «υποκειμενικώς», όπως έλεγε η νομολογία μας, η πράξη έπρεπε «να κατευθύνεται στην ικανοποίηση ή την διέγερση της γενετήσιας ορμής», στοιχείο το οποίο δεν φαίνεται να έχει ιδιαίτερη σημασία σε ό,τι αφορά την προσβολή της γενετήσιας ελευθερίας του θύματος. Όταν λ.χ. κάποιος υποχρεώνει ένα άλλο άτομο σε πεολειξία, έχει πράγματι σημασία αν η πράξη του «κατευθύνεται υποκειμενικώς στην ικανοποίηση της γενετησίου ορμής» ή απλώς σε τιμώρηση ή εξευτελισμό του θύματος; Αν ο δράστης δεν έχει καν την ικανότητα διέγερσης ή ικανοποίησης της γενετήσιας ορμής του και άρα η πράξη του δεν κατευθύνεται ούτε αντικειμενικώς ούτε υποκειμενικώς προς αυτήν, θα τιμωρηθεί μόνο για παράνομη βία (άρθρο 330 ΠΚ); Η υιοθέτηση της άποψης αυτής από τη νομολογία μας είχε ως αποτέλεσμα να αντιμετωπίζονται με ιδιαίτερη επιείκεια σοβαρές προσβολές του γενετήσιου αυτοκαθορισμού του ατόμου.
Ποιά είναι η έννοια της «γενετήσιας πράξης» στον νέο Ποινικό Κώδικα;
Προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα που δημιουργούσε η αναφορά στην «ασέλγεια» στον παλιό Ποινικό Κώδικα, στον νέο Ποινικό Κώδικα υιοθετήθηκε στην θέση της ο όρος «γενετήσια» πράξη. Δεν πρόκειται για την αλλαγή μιας λέξης, όπως θα μπορούσε να υποθέσει κανείς. Όποιος προσεγγίζει με τον τρόπο αυτό την νομοθετική αλλαγή, δείχνει ότι αγνοεί όλη την θεωρητική συζήτηση που είχε προηγηθεί στη χώρα μας, όπως και στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Με την συγκεκριμένη αλλαγή έχει ενσωματωθεί στο ποινικό μας δίκαιο μια άλλη θεώρηση σχετικά με το περιεχόμενο των προσβολών της γενετήσιας ελευθερίας.
Αυτή η αλλαγή στάσης ήταν πια επιβεβλημένη προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι δεσμευτικές για τον ποινικό νομοθέτη επιταγές της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης και της νομολογίας του ΕΔΔΑ, σε συνάρτηση με τους κανόνες του διεθνούς ποινικού δικαίου και τις αλλαγές που είχαν υιοθετήσει άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Τι λέει η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης για την γενετήσια πράξη;
Η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, η οποία, ως κείμενο υπέρτερης τυπικής ισχύος λειτουργούσε πλέον δεσμευτικά τόσο για τον κοινό νομοθέτη όσο και για τη νομολογία μας. Μετά την κύρωσή της, όλες οι εθνικές διατάξεις έπρεπε – ακόμα και πριν από την θέση σε ισχύ του νέου Ποινικού Κώδικα – να ερμηνεύονται βάσει των ρυθμίσεών της. Στο άρθρο 36 της Σύμβασης ορίζεται ειδικότερα ως υποχρέωση των κρατών μελών να φροντίσουν να αναγάγουν σε ποινικά αδικήματα:
(α) κάθε μη συναινετική κολπική, πρωκτική ή στοματική διείσδυση σεξουαλικής φύσης στο σώμα άλλου προσώπου με οποιοδήποτε μέρος του σώματος ή με αντικείμενο,
(β) κάθε άλλη μη συναινετική πράξη σεξουαλικής φύσης με άλλο πρόσωπο και
(γ) κάθε πρόκληση άλλου να προβεί σε μη συναινετικές πράξεις σεξουαλικής φύσης με τρίτο πρόσωπο.
Από το κείμενο της διάταξης προκύπτει ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να αναγάγουν σε ποινικά αδικήματα όλες τις μη συναινετικές πράξεις σεξουαλικής φύσης, ανεξαρτήτως αν τις τελεί εκείνος που έχει χρησιμοποιήσει βία ή άλλα εξαναγκαστικά μέσα ή αν τις τελεί κάποιος τρίτος.
Από το απόσπασμα αυτό προκύπτει ότι ο Ευρωπαίος νομοθέτης δεν χρησιμοποιεί για την περιγραφή των πράξεων σεξουαλικής φύσης υποκειμενικά μεγέθη, όπως το «αίσθημα της αιδούς και των ηθών» ή ο σκοπός ικανοποίησης της γενετήσιας ορμής. Αναφέρεται αποκλειστικά στην κοινωνική σημασία που έχουν προσλάβει οι συγκεκριμένες πράξεις, στην κοινωνική τους δηλαδή καταγραφή. Η προσθήκη επομένως υποκειμενικών όρων, που περιορίζει το περιεχόμενο των σεξουαλικών πράξεων, είναι αντίθετη στις διατάξεις της Σύμβασης.
Στην Επεξηγηματική Έκθεση διευκρινίζεται επίσης ότι με την αναφορά στις «άλλες μη συναινετικές πράξεις σεξουαλικής φύσης» στο άρθρο 36 παρ. 2 της Σύμβασης, καλύπτονται όλες οι πράξεις σεξουαλικής φύσης που τελούνται χωρίς την ελεύθερη συγκατάθεση του θύματος, οι οποίες υπολείπονται της διείσδυσης. Ο Ευρωπαίος νομοθέτης θεωρεί επομένως την μη συναινετική διείσδυση στο σώμα του άλλου ως την πιο σοβαρή προσβολή της γενετήσιας ελευθερίας, για την αντιμετώπιση της οποίας θα μπορούσε ευλόγως να αναμένει κανείς μεγαλύτερες ποινές, βάσει της αρχής της αναλογικότητας.
Πως αντιλαμβάνεται ο Άρειος Πάγος στην νομολογία του την διαφορά των δύο εννοιών: της ασελγούς πράξεως και της γενετήσιας πράξεως;
Στις περισσότερες σχετικές αποφάσεις του Αρείου Πάγου οι δικαστές δεν βρίσκουν ουσιαστικές διαφορές ανάμεσα στις δύο έννοιες.