Ποιές οι διαφορές της ποινικής αντιμετώπισης μεταξύ ανηλίκων και ενηλίκων;
Όπως συμβαίνει στις περισσότερες χώρες, έτσι και στην Ελλάδα η ποινική δικαιοσύνη αντιμετωπίζει τους ανηλίκους με ένα ξεχωριστό δίκαιο και όχι με τις γενικές διατάξεις που ισχύουν για τους ενήλικους εγκληματίες. Η προστασία του ανηλίκου σε όλα τα στάδια της ποινικής διαδικασίας είναι εξαιρετικά σημαντική και προβλέπεται από συγκεκριμένες διατάξεις. Τα δικαιώματα των ανήλικων υπόπτων και κατηγορουμένων είναι σαφώς διευρυμένα σε σχέση με εκείνα των ενηλίκων, σε όλα τα στάδια.
Μια σημαντική ιδιαιτερότητα ως προς την ποινική διαδικασία των ανηλίκων είναι το δικαίωμα του ύποπτου ή του κατηγορούμενου ανηλίκου σε ατομική αξιολόγηση. Την αξιολόγηση αυτή αναλαμβάνει η Υπηρεσία Επιμελητών Ανηλίκων. Ορίζεται επιμελητής, δηλαδή ένας «ενδιάμεσος πόλος» ανάμεσα στον ανήλικο και το δικαστήριο, ο οποίος είναι επιφορτισμένος με τη διεξαγωγή έρευνας για την προσωπικότητα, την ψυχική και διανοητική κατάσταση καθώς και την ατομική και κοινωνική ζωή του ανηλίκου πριν από την εισαγωγή της υπόθεσης προς εκδίκαση.
Ο επιμελητής συντάσσει σχετική έκθεση, η οποία είναι απόρρητη, και το εκάστοτε Δικαστήριο Ανηλίκων είναι υποχρεωμένο να τη λάβει ρητά υπόψη για την επιλογή του καταλληλότερου μέτρου που θα επιβληθεί στον ανήλικο κατηγορούμενο. Η έκθεση αυτή εξυπηρετεί τον πρωταρχικό στόχο των Δικαστηρίων Ανηλίκων, που είναι η εμβάθυνση στα προσωπικά προβλήματα του ανήλικου παραβάτη. Γι’ αυτό και πρακτικά για τον ανήλικο δεν μπορεί να ακολουθηθεί η αυτόφωρη διαδικασία, αφού πρέπει να προηγηθεί αυτό το στάδιο της αξιολόγησης.
Την εποπτεία της ποινικής προδικασίας κανονικά την έχει ειδικός Εισαγγελέας Ανηλίκων και η ανάκριση, όπου απαιτείται, διεξάγεται από ανακριτές ανηλίκων. Πρακτικά, όμως, αυτό συμβαίνει μόνο στις «μεγάλες» Εισαγγελίες, Αθηνών, Θεσσαλονίκης, Πειραιά και Πατρών. Στις υπόλοιπες η αρμοδιότητα αυτή έχει ανατεθεί σε τακτικούς ανακριτές και εισαγγελείς, με ό,τι σημαίνει αυτό.
Ολόκληρη η ποινική διαδικασία σε βάρος των ανηλίκων, σε αντίθεση με τα όσα ισχύουν για τους ενηλίκους, είναι μυστική από την αρχή μέχρι το τέλος, καθώς η δίκη διεξάγεται κεκλεισμένων των θυρών από ειδικά Δικαστήρια Ανηλίκων και από έμπειρους δικαστές, για τον ορισμό των οποίων λαμβάνεται υπόψη η προηγούμενη παρακολούθηση ειδικών επιμορφωτικών σεμιναρίων της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών ή η κατοχή διδακτορικού ή μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών στο ειδικό αντικείμενο.
Γενικά, πρέπει να έχουμε στον νου μας ότι το λειτούργημα που καλούνται να ασκήσουν οι εισαγγελείς, οι ανακριτές και οι δικαστές ανηλίκων είναι ιδιαίτερα απαιτητικό και δύσκολο, γιατί πρέπει ταυτόχρονα να είναι, εκτός από λειτουργοί της Δικαιοσύνης, και παιδαγωγοί, καθώς σκοπός των δικαστών αυτών δεν είναι απλώς η επιβολή κυρώσεων αλλά η διαπαιδαγώγηση του ανηλίκου, η αναμόρφωση και η βελτίωσή του.
Κάτι ακόμη που είναι σημαντικό να αναφέρουμε είναι ότι σε περιπτώσεις συγκεκριμένων σοβαρών εγκλημάτων προβλέπεται η καταγραφή της εξέτασης του ανηλίκου κατά τη διάρκεια της προδικασίας σε οπτικοακουστικό μέσο. Αναγνωρίζεται έτσι η μειωμένη ωριμότητα και αντίληψη του ανηλίκου να κατανοήσει πλήρως το περιεχόμενο των ερωτήσεων, γι’ αυτό και αξιοποιείται η «γλώσσα του σώματος» κατά την εξέτασή του, διασφαλίζοντας την πραγματική αποτύπωση της θέσης και των ισχυρισμών του.
Ο σύγχρονος τρόπος ζωής έχει οδηγήσει στην ανυπαρξία ή στον ευνουχισμό του ρόλου του πατέρα μέσα στην οικογένεια μιας «δυναμικής» μητέρας. Η πατρική εξουσία όμως είναι αναντικατάστατη και η έλλειψή της οδηγεί τον νέο στην υποκατάσταση του πατέρα με τον αρχηγό μιας συμμορίας που του δίνει αυτό που του λείπει: τους αναγκαίους περιορισμούς και οδηγίες για να ζήσει την ζωή του. Τα αγαθά της ζωής δεν μπορούμε να τα απολαύσουμε χωρίς περιορισμούς, δεν μπορείς να απολαύσεις την τροφή χωρίς κάποια μορφή διατροφικών περιορισμών, δεν μπορείς να απολαύσεις τον έρωτα χωρίς τον περιορισμό της αποκλειστικότητας, δεν μπορείς να απολαύσεις την ελευθερία χωρίς περιορισμούς που εμποδίζουν την ασυδοσία κοκ. Η έλλειψη του πατέρα στην ζωή ενός νέου φαίνεται και στον εργασιακό του βίο από την σχέση του με τους συνεργάτες του ή τον προϊστάμενό του.
Το ποινικό δίκαιο χωρίζει τους ανήλικους σε τρεις κατηγορίες, ανάλογα με την ηλικία: μέχρι τα 12 έτη, οποιαδήποτε πράξη των ανηλίκων είναι ποινικά αδιάφορη, από τα 12 συμπληρωμένα έως τα 15 έτη, προβλέπεται η επιβολή αναμορφωτικών ή θεραπευτικών μέτρων, ανάλογα με τη βαρύτητα της πράξης και την ψυχική τους κατάσταση, και από τα 15 συμπληρωμένα έως τα 18 έτη, υπό προϋποθέσεις μπορεί να επιβληθεί και ο εγκλεισμός σε ειδικό κατάστημα κράτησης, μόνο κατ’ εξαίρεση, ως έσχατο μέσο σωφρονισμού.
Στην πράξη επιβεβαιώνεται διαρκώς ότι ο εγκλεισμός έχει ως αποτέλεσμα ο ανήλικος να τίθεται στο περιθώριο, να στιγματίζεται, να στερείται την οικογενειακή στοργή, να συναναστρέφεται με άλλους «εγκληματίες» και η ομαλή κοινωνική του επανένταξη να εμποδίζεται. Όλα αυτά οδηγούν εν τέλει στο να είναι η εγκληματική του υποτροπή πολύ πιθανή.
Τα αναμορφωτικά μέτρα έχουν διοικητικό χαρακτήρα και αποβλέπουν στην ηθική και κοινωνική βελτίωση των δραστών και στην κοινωνική τους επανένταξη. Περιγράφονται στο άρθρο 122 του ποινικού μας κώδικα και είναι τα εξής: α) η επίπληξη του ανηλίκου, β) η ανάθεση της υπεύθυνης επιμέλειας του ανηλίκου στους γονείς ή στους επιτρόπους του, γ) η ανάθεση της υπεύθυνης επιμέλειας του ανηλίκου σε ανάδοχη οικογένεια, δ) η ανάθεση της επιμέλειας του ανηλίκου σε προστατευτικές εταιρείες ή σε ιδρύματα ανηλίκων ή σε επιμελητές ανηλίκων, ε) η συνδιαλλαγή μεταξύ ανήλικου δράστη και θύματος για έκφραση συγγνώμης και εν γένει για εξώδικη διευθέτηση των συνεπειών της πράξης, στ) η αποζημίωση του θύματος ή η κατ’ άλλον τρόπο άρση ή μείωση των συνεπειών της πράξης από τον ανήλικο, ζ) η παρακολούθηση κοινωνικών και ψυχολογικών προγραμμάτων σε κρατικούς, δημοτικούς, κοινοτικούς ή ιδιωτικούς φορείς, η) η φοίτηση σε σχολές επαγγελματικής ή άλλης εκπαίδευσης ή κατάρτισης, θ) η παρακολούθηση ειδικών προγραμμάτων κυκλοφοριακής αγωγής, ι) η παροχή κοινωφελούς εργασίας, ια) η ανάθεση της επιμέλειας και επιτήρησης του ανηλίκου σε προστατευτικές εταιρείες ή σε επιμελητές ανηλίκων και ιβ) η τοποθέτηση σε κατάλληλο κρατικό, δημοτικό, κοινοτικό ή ιδιωτικό ίδρυμα αγωγής.
Υπάρχει ποινική και πειθαρχική ευθύνη των εκπαιδευτικών και πώς εφαρμόζεται;
Στο ποινικό μας δίκαιο, εκτός από τις εγκληματικές πράξεις, τιμωρούνται και οι παραλείψεις, δηλαδή η μη αποτροπή του εγκληματικού αποτελέσματος, σε περιπτώσεις που υφίσταται «ιδιαίτερη νομική υποχρέωση» για κάποιον να δράσει. Οι εκπαιδευτικοί έχουν τέτοια υποχρέωση, καθώς είναι επιφορτισμένοι με την εποπτεία των μαθητών. Ανάλογα με τις συνθήκες, ενδέχεται να πληρούται και η υπόσταση του αδικήματος της παραμέλησης εποπτείας ανηλίκου, δηλαδή η έλλειψη της εποπτείας και επιτήρησης του ανήλικου δράστη, καθώς και της έκθεσης του θύματος.
Επιπλέον και η πειθαρχική ευθύνη των εκπαιδευτικών συντρέχει, εφόσον εκτελέσουν πλημμελώς τα καθήκοντά τους, όπως ορίζεται από τον Υπαλληλικό Κώδικα. Πρόσφατα σε περιστατικό bullying σε σχολείο διατάχθηκε ένορκη διοικητική εξέταση για τη διερεύνηση των ευθυνών των εκπαιδευτικών. Παράλληλα, εφόσον προκαλείται ηθική βλάβη στον παθόντα, εκείνος δικαιούται αποζημίωση για τον λόγο αυτόν, επομένως βλέπουμε ότι προβλέπονται και αστικές συνέπειες, δηλαδή το θύμα να αξιώσει χρηματική αποζημίωση από τον εκπαιδευτικό που φέρει ευθύνη για τη βλάβη την οποία υπέστη.
- Δες και άρθρο Ανήλικοι Κατηγορούμενοι
- Δες και άρθρο Ανήλικοι Διακινητές Παιδικής Πορνογραφίας
- Δες και άρθρο Ποινικό Δίκαιο