Στην απόφαση ΑΠ 1992/2022, ο Άρειος Πάγος εξέτασε την αίτηση αναίρεσης εναγόμενου κατά απόφασης Μονομελούς Πρωτοδικείου, με την οποία αυτός υποχρεώθηκε να καταβάλει στους ενάγοντες το ποσόν των 2.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης για την προσβολή των προσωπικών τους δεδομένων.
Ο εναγόμενος και αναιρεσείων, ο οποίος διέμενε στον όροφο πάνω από τους ενάγοντες, είχε εγκαταστήσει δύο κάμερες, μίας έξω από την εξώπορτα του διαμερίσματος του και μίας στην κοινόχρηστη κύρια είσοδο της οικοδομής.
Ιστορικό
Το Μονομελές Πρωτοδικείο Έδεσσας, δικάζοντας ως εφετείο, απέρριψε την έφεση του εναγόμενου ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν και επικύρωσε την πρωτοβάθμια απόφαση του Ειρηνοδικείου Έδεσσας, δεχόμενο ότι:
«Οι ενάγοντες – αναιρεσίβλητοι διαμένουν σε διαμέρισμα πρώτου ορόφου …, ιδιοκτησίας της πρώτης εξ αυτών (στο οποίο φιλοξενείται ο δεύτερος). Ακριβώς πάνω από το διαμέρισμα των εναγόντων, στον δεύτερο όροφο, διαμένει ο εναγόμενος – αναιρεσείων. Περί τον μήνα Ιανουάριο του 2011, ο τελευταίος έχοντας γνώσεις ηλεκτρονικής, αφού εργαζόταν στο παρελθόν ως εργοδηγός στη ΔΕΗ, προχώρησε στην τοποθέτηση δύο καμερών, μίας έξω από την εξώπορτα του διαμερίσματος του και μίας στην κοινόχρηστη κύρια είσοδο της οικοδομής, ενώ το έτος 2012 τοποθέτησε ακόμη μία, έμπροσθεν του χώρου, όπου σταθμεύει το όχημά του και η οποία “βλέπει” προς την …, χωρίς να λάβει τη συναίνεση των εναγόντων και χωρίς να γνωστοποιήσει την εγκατάσταση του κλειστού κυκλώματος και την έναρξη της λειτουργίας του στην αρμόδια Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, όπως θα έπρεπε, αφού πρόκειται για εγκατεστημένο σε ιδιωτικό χώρο κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης, με το οποίο βιντεοσκοπούνται, με τη χρήση καμερών, κοινόχρηστοι εξωτερικοί χώροι και παρέχεται στον εναγόμενο, ιδιοκτήτη του κυκλώματος, η δυνατότητα λήψης της εικόνας τρίτων προσώπων, που τους χρησιμοποιούν ελεύθερα σύμφωνα με τον προορισμό τους. Έχει τοποθετήσει βέβαια αυτός (εναγόμενος) ενημερωτικά αυτοκόλλητα, ότι ο χώρος βιντεοσκοπείται (“ΠΡΟΣΟΧΗ ο χώρος βιντεοσκοπείται με κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης”).
Όπως αποδεικνύεται από τη με ημερομηνία 2-10-2018 βεβαίωση του Φ. Ζ. (“…”), τον Ιανουάριο του 2011 πωλήθηκαν από τον βεβαιώσαντα στον εναγόμενο δύο κάμερες για χρήση θυροτηλεόρασης συνδέθηκαν άμεσα στην τηλεόραση, χωρίς καταγραφή και καταγραφικό εξοπλισμό, ενώ, όπως προκύπτει από την από 4-12-2018 βεβαίωση του ιδίου, η τοποθετηθείσα το έτος 2012 έξω και πάνω από τον χώρο στάθμευσης κάμερα ήταν χαλασμένη και τοποθετήθηκε μόνο για λόγους “εκφοβισμού” τρίτων προσώπων (προς αποτροπή ενδεχομένων παράνομων ενεργειών), δεν τροφοδοτήθηκε με ρεύμα και δεν συνδέθηκε σε κάποιον εξοπλισμό. Ωστόσο, η πρώτη εκ των άνω βεβαιώσεων αφορά μόνο τον μήνα Ιανουάριο του 2011, χωρίς να προκύπτει εάν υπήρξε οποιαδήποτε μεταβολή μεταγενέστερα, ομοίως δε, και η δεύτερη αφορά μόνο τον χρόνο τοποθέτησης της κάμερας. Αποδείχθηκε, πάντως από την από 21-11-2018 φωτογραφία του χώρου στάθμευσης ότι η τοποθετηθείσα στον χώρο αυτόν κάμερα έχει ήδη αφαιρεθεί.
Όσον αφορά τις άλλες δύο κάμερες κατόπιν της από 10-9-2018 έγκλησης της πρώτης ενάγουσας σε βάρος του εναγομένου, διενεργήθηκε, στο πλαίσιο προκαταρκτικής εξέτασης νόμιμη έρευνα στην οικία του εγκαλουμένου, από την οποία προέκυψε, ότι πράγματι οι κάμερες αυτές λειτουργούν ως σύστημα θυροτηλεόρασης, με σκοπό τον έλεγχο του ατόμου, που θα χτυπήσει το κουδούνι της κεντρικής εισόδου της οικοδομής ή της θύρας της οικίας του εναγομένου και ότι μπορούν να προβάλουν αποκλειστικά ζωντανή εικόνα στην τηλεόραση του διαμερίσματός του, εφόσον ενεργοποιηθεί η λειτουργία του βίντεο μέσω του τηλεχειριστηρίου της τηλεόρασης, χωρίς τη δυνατότητα καταγραφής σε οποιοδήποτε ψηφιακό ή μαγνητικό μέσο (δεν ανευρέθη τέτοιος εξοπλισμός). Ενόψει των ευρημάτων αυτών, η ως άνω έγκληση απορρίφθηκε με την υπ’ αριθ. 73/2019 διάταξη της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Έδεσσας. Συνεπώς ο ισχυρισμός του εκκαλούντος ότι πρόκειται όχι για κάμερες καταγραφής, αλλά για σύστημα θυροτηλεόρασης, τυγχάνει αληθής.
Παρόλα αυτά, καθ’όλο το χρονικό διάστημα τοποθέτησης των καμερών, επλήγησαν ζωτικής σημασίας πτυχές της προσωπικότητας των εναγόντων, αφού ο εναγόμενος είχε τη δυνατότητα να παρακολουθεί ανά πάσα στιγμή τις κινήσεις τους και να λαμβάνει κάθε φορά την εικόνα τους, χωρίς τη συναίνεσή τους. Στην προσωπικότητα του ανθρώπου περιλαμβάνονται όλα τα αγαθά τα οποία έχουν αναπόσπαστα συνδεθεί με το πρόσωπο και προσήκουν σε αυτό. Έκφανση του δικαιώματος επί της προσωπικότητας είναι και η εικόνα του προσώπου. Το δικαίωμα επί της ιδίας εικόνας είναι αυτοτελές, έστω και αν συνάπτεται με το δικαίωμα επί της ιδίας ελευθερίας και τη σφαίρα του απορρήτου. Έτσι, συνιστά παράνομη προσβολή της προσωπικότητας, σύμφωνα με το άρθρο 57 ΑΚ, η χωρίς τη συναίνεση του προσώπου λήψη της εικόνας του ολικώς ή μερικώς, πλαστικώς ή γραφικώς, χωρίς περαιτέρω να απαιτείται και η παρουσίαση της φωτογραφίας ή η αναπαραγωγή ή η διάθεσή της στο κοινό. Και ναι, μεν, δεν αποδείχτηκε, από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού, η δημιουργία και επεξεργασία από μέρους του εναγομένου αρχείου εικόνων και ήχου των εναγόντων, κατά τις διατάξεις των άρθρων 4, 5 και 7 του Ν. 2472/1997, πλην όμως η θέση και η εμβέλεια του επίδικου συστήματος, που επέτρεπε τη λήψη εικόνων από τον περιβάλλοντα την κατοικία κοινόχρηστο χώρο (όπως τα ειδικότερα σημεία αυτού προεκτέθηκαν), χωρίς τη συναίνεση των εναγόντων, συνιστά μη νόμιμη επεξεργασία.”
Η κρίση του Αρείου Πάγου
Ο Άρειος Πάγος έκρινε πως το Εφετείο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις του Ν. 2472/1997, καθόσον οι ενέργειες του αναιρεσείοντος συνιστούν μη νόμιμη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων των αναιρεσιβλήτων και ως εκ τούτου είναι παράνομες και προσβάλλουν την προσωπικότητά τους, με συνέπεια οι αναιρεσίβλητοι να υφίστανται ηθική βλάβη, αξία αποκαταστάσεως με την επιδίκαση σ’ αυτούς χρηματικής ικανοποιήσεως. Σύμφωνα με τις ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, ο αναιρεσείων, με τις κάμερες που τοποθέτησε, χωρίς την συναίνεση των αντιδίκων και χωρίς την άδεια της αρμόδιας αρχής, βιντεοσκοπούσε, μέσω κλειστού κυκλώματος τηλεόρασης, και λάμβανε εικόνα από την κίνηση των αναιρεσιβλήτων στον περιβάλλοντα την κατοικία τους κοινόχρηστο χώρο που χρησιμοποιούσαν ελεύθερα για να μεταβαίνουν προς ή να εξέρχονται από την οικία τους και κατά τον τρόπο αυτόν είχε τη δυνατότητα να παρακολουθεί ανά πάσα στιγμή τις κινήσεις τους, να λαμβάνει κάθε φορά την εικόνα τους και να την επεξεργάζεται κατά βούληση, χωρίς οι αναιρεσίβλητοι να έχουν συναινέσει σ` αυτό, υπεισερχόμενος έτσι στα προσωπικά δεδομένα αυτών.
Όπως ειδικότερα κρίθηκε:
«Περαιτέρω το Εφετείο, υπό τις προεκτεθείσες παραδοχές του, δεν στέρησε την προσβαλλομένη απόφασή του από νόμιμη βάση, καθόσον διέλαβε σ’ αυτήν την απαιτουμένη αιτιολογία, που ανταποκρίνεται στο πραγματικό των προδιαληφθεισών ουσιαστικού δικαίου διατάξεων και καθιστά εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο περί της ορθής εφαρμογής αυτών, τις οποίες έτσι δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου, καθόσον αναφέρονται στην απόφαση, με σαφήνεια, επάρκεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν το σαφώς διατυπούμενο αποδεικτικό της πόρισμα, με τις υποστηρίζουσες αυτό αναιρετικά ανέλεγκτες ουσιαστικές παραδοχές,
α) ότι πρόκειται για εγκατεστημένο σε ιδιωτικό χώρο κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης, με το οποίο βιντεοσκοπούνται, με τη χρήση καμερών, κοινόχρηστοι εξωτερικοί χώροι που περιβάλλουν την οικοδομή, λειτουργώντας (χωρίς να είναι) ως σύστημα θυροτηλεόρασης,
β) ότι με τον τρόπο αυτό παρέχεται στον αναιρεσείοντα η δυνατότητα λήψης της εικόνας τρίτων προσώπων και δη των αναιρεσιβλήτων, που χρησιμοποιούν τους ανωτέρω χώρους ελεύθερα σύμφωνα με τον προορισμό τους, παρακολουθώντας έτσι ανά πάσα στιγμή τις κινήσεις τους, χωρίς τη συναίνεσή τους και
γ) ότι η τοποθέτηση των εν λόγω καμερών έθεσε τους αναιρεσιβλήτους υπό έλεγχο και αδικαιολόγητο περιορισμό της ελευθερίας τους, ως εκδήλωσης της ακώλυτης ανάπτυξης της προσωπικότητάς τους και τους παρεμπόδισε στην ελεύθερη ανάπτυξη της κοινωνικής δραστηριότητάς τους, αφού και μόνο η αίσθησή τους ότι βρίσκονται υπό παρακολούθηση ήταν ικανή να επηρεάσει την συμπεριφορά τους.
Η κατά τα ανωτέρω δυνατότητα λήψεως, δια της βιντεοσκοπήσεως, της εικόνας των αναιρεσιβλήτων, χωρίς την συναίνεσή τους, συνιστά επεξεργασία των προσωπικών τους αυτών δεδομένων, κατά την έννοια των προαναφερομένων διατάξεων και, συνεπώς, είναι άνευ σημασίας η παραδοχή ότι δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη εξοπλισμού καταγραφής σε ψηφιακό ή μαγνητικό μέσο.
Επομένως, οι δεύτερος, κατά το δεύτερο σκέλος, και τρίτος, από τους αριθ. 1 και 6 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, λόγοι της αίτησης αναίρεσης, με τους οποίους ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την αιτίαση ότι δεν ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε ορθά τις προαναφερόμενες διατάξεις ουσιαστικού δικαίου και δεν έχει νόμιμη βάση, διαλαμβάνοντας αντιφατικές και ανεπαρκείς αιτιολογίες, αφού συγχέει την έννοια της εγκατάστασης συστήματος θυροτηλεόρασης στο οποίο παντελώς απουσιάζει το καταγραφικό μηχάνημα, με το αντίστοιχο της κάμερας καταγραφής – παρακολούθησης, είναι αβάσιμοι.
[…]
Περαιτέρω, ο αναιρεσείων, με το τρίτο σκέλος του δευτέρου λόγου της αναίρεσής του, προσάπτει στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ομοίως, την πλημμέλεια του άρθρου 560 αριθ.5ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι το Εφετείο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και συγκεκριμένα δεν έλαβε υπόψη την τύχη της έγκλησης που οι αντίδικοί του υπέβαλαν σε βάρος του για παραβίαση των προσωπικών τους δεδομένων, η οποία με την υπ’ αριθ.79/2019 διάταξη της Εισαγγελέως Πλημ/κών Έδεσσας τέθηκε στο αρχείο ως αβάσιμη, καθώς με αυτή κρίθηκε ότι οι εν λόγω κάμερες λειτουργούν ως σύστημα θυροτηλεόρασης στις οποίες δεν γίνεται καμιά απολύτως καταγραφή και δεν συντρέχει οιαδήποτε προσβολή των προσωπικών δεδομένων των αντιδίκων του. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, καθόσον αναφέρεται σε πλημμέλεια της προσβαλλόμενης απόφασης εκ του άρθρου 559 αριθ.11 Κ.Πολ.Δ., ότι δηλαδή δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν, διάταξη, όμως που δεν εφαρμόζεται εν προκειμένω, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση του πρωτοδικείου εκδόθηκε σε έφεση κατά της αποφάσεως του ειρηνοδικείου, στην πραγματικότητα δε, υπό το πρόσχημα ότι η προσβαλλόμενη υπέπεσε στο προβαλλόμενο σφάλμα, ο αναιρεσείων πλήττει αυτήν κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, που δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο κατά άρθρο 561 παρ. 1 ΚπολΔ».