Επισκεφθείτε μας: Κέντρο Αθήνας, Σταθμός Λαρίσης, Οδός Χωματιανού 31 (Πλησίον Μετρό) --- info@ziamparas.gr --- Καλέστε μας: 210 82 18 945 ή 6975 127 045

ΕΤΗΣΙΑ ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΑΔΕΙΑ

Κάθε μισθωτός δικαιούται να λάβει ετήσια κανονική άδεια με αποδοχές από την έναρξη της απασχόλησής του σε συγκεκριμένη υπόχρεη επιχείρηση. Σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν. 3302/2004, κάθε μισθωτός ο οποίος συνδέεται με σύμβαση εξαρτημένης σχέσης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου, δικαιούται να λάβει ετήσια άδεια με αποδοχές από την έναρξη της απασχόλησής του σε συγκεκριμένη υπόχρεη επιχείρηση.

Η ετήσια κανονική άδεια χορηγείται από τον εργοδότη αναλογικά (ποσοστό) με βάση το χρονικό διάστημα που απασχολήθηκε ο εργαζόμενος στον εργοδότη αυτό. Η αναλογία της χορηγούμενης άδειας υπολογίζεται βάσει ετήσιας αδείας 20 εργασίμων ημερών επί πενθημέρου εβδομαδιαίας εργασίας και 24 εργασίμων ημερών επί εξαημέρου, η οποία αντιστοιχεί σε 12 μήνες συνεχούς απασχόλησης. Ο εργοδότης υποχρεούται μέχρι τη λήξη του πρώτου ημερολογιακού έτους εντός του οποίου προσελήφθη ο μισθωτός, να χορηγήσει τμηματικά την ετήσια κανονική άδεια με αποδοχές, η οποία αναλογεί στο χρόνο απασχόλησης του στην υπόχρεη επιχείρηση.

Κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος ο μισθωτός δικαιούται να λάβει την ετήσια κανονική άδεια με αποδοχές, η οποία αναλογεί στο χρόνο απασχόλησης του στην υπόχρεη επιχείρηση και υπολογίζεται όπως ανωτέρω. Η άδεια αυτή επαυξάνεται κατά μία (1) εργάσιμη ημέρα για κάθε έτος απασχόλησης επιπλέον του πρώτου μέχρι τις είκοσι δύο (22) εργάσιμες ημέρες αν στην επιχείρηση εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας ή μέχρι τις είκοσι έξι (26) εργάσιμες ημέρες σε περίπτωση εξαήμερης εβδομαδιαίας εργασίας.

Κατά το τρίτο ημερολογιακό έτος καθώς και τα επόμενα ο μισθωτός δικαιούται να λάβει ολόκληρη την ετήσια άδειά του και σε κάθε χρονικό σημείο του έτους αυτού.

Αυξημένη ετήσια κανονική άδεια με βάση την προϋπηρεσία

Με την από 23/05/2000 ΕΓΣΣΕ προβλέπεται η χορήγηση 25 ή 30 εργάσιμων ημερών ανάλογα αν η παρεχόμενη εργασία είναι εξαήμερη ή πενθήμερη, σε όσους μισθωτούς έχουν υπηρεσία 10 ετών στον ίδιο εργοδότη ή προϋπηρεσία 12 ετών σε οποιονδήποτε εργοδότη.

Επίσης, με την από 02/04/2008 ΕΓΣΣΕ προβλέπεται ότι μετά τη συμπλήρωση 25ετούς υπηρεσίας ή προϋπηρεσίας οι εργαζόμενοι δικαιούνται μία (1) επιπλέον εργάσιμη ημέρα, δηλαδή συνολικά τριάντα μια (31) εργάσιμες ημέρες επί εξαημέρου εβδομαδιαίας εργασίας και είκοσι έξι (26) εργάσιμες ημέρες επί πενθημέρου εβδομαδιαίας εργασίας.

Το άρθρο 2 του Α.Ν. 539/45, ορίζει ότι στην άδεια αναπαύσεως των μισθωτών, υπολογίζονται μόνο οι εργάσιμες ημέρες. Δεν συμπεριλαμβάνονται δηλαδή οι Κυριακές, οι αργίες, οι ημέρες ασθενείας του μισθωτού (εντός των ορίων βραχείας ασθένειας) που εμπίπτουν μέσα στο διάστημα της αδείας, η αποχή του μισθωτού λόγω στρατεύσεως, απεργίας, ανταπεργίας ή ανωτέρας βίας.

Για τους μισθωτούς με πενθήμερη εργασία δεν περιλαμβάνεται στον αριθμό ημερών αδείας η ημέρα της εβδομάδας κατά την οποία δεν παρέχουν εργασία λόγω του πενθημέρου (ρεπό).

Ο χρόνος χορήγησης της άδειας, σύμφωνα με το άρθρο 4 του Α.Ν. 539/45, διακανονίζεται μεταξύ μισθωτών και εργοδότη. Οι μισοί τουλάχιστον από τους μισθωτούς πρέπει να λαμβάνουν άδεια μέσα στο χρονικό διάστημα από 1 Μαΐου μέχρι 30 Σεπτεμβρίου. Ο εργοδότης υποχρεούται να χορηγήσει την άδεια εντός 2 μηνών από το χρονικό σημείο κατά το οποίο διατυπώθηκε το σχετικό αίτημα, χωρίς αυτό να αποτελεί τυπική προϋπόθεση για την λήψη της κανονικής άδειας από τον εργαζόμενο. Η δικαιούμενη, κατ’ έτος, άδεια πρέπει να εξαντλείται μέχρι το πρώτο τρίμηνο του επόμενου ημερολογιακού έτους (N.4808/2021 άρθρο 61).

Κατά κανόνα η άδεια αναπαύσεως των μισθωτών χορηγείται ολόκληρη, άπαξ του έτους. Ωστόσο, σύμφωνα με την περίπτωση 3 της υποπαραγράφου ΙΑ.14 του άρθρου πρώτου του N. 4093/2012, επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση η κατάτμηση του χρόνου αδείας εντός του αυτού ημερολογιακού έτους σε δυο (2) περιόδους, εξαιτίας ιδιαίτερα σοβαρής ή επείγουσας ανάγκης της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης. Σε κάθε περίπτωση η πρώτη περίοδος της άδειας δεν μπορεί να περιλαμβάνει λιγότερες των έξι (6) εργασίμων ημερών επί εξαημέρου εβδομαδιαίας εργασίας και των πέντε (5) εργασίμων ημέρων επί πενθημέρου ή προκειμένου περί ανηλίκων των δώδεκα (12) εργασίμων ημερών.

Η κατάτμηση του χρόνου άδειας επιτρέπεται και σε περισσότερες των δυο περιόδων, από τις οποίες η μια πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον δώδεκα (12) εργάσιμες ημέρες επί εξαημέρου εβδομαδιαίας εργασίας και δέκα (10) εργάσιμες ημέρες, επί πενθημέρου, ή προκειμένου περί ανηλίκων δώδεκα (12) εργάσιμες ημέρες, μετά από έγγραφη αίτηση του εργαζόμενου προς τον εργοδότη.

Ειδικά, σε περιπτώσεις επιχειρήσεων που απασχολούν τακτικό και εποχικό προσωπικό και παρουσιάζουν ιδιαίτερη σώρευση εργασίας που οφείλεται στο είδος ή στο αντικείμενο εργασιών τους σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο του έτους, για το τακτικό προσωπικό, ο εργοδότης δύναται να χορηγεί το τμήμα της αδείας των 10 εργασίμων ημερών επί πενθημέρου ή 12 επί εξαημέρου, οποτεδήποτε εντός του ημερολογιακού έτους.

Η αίτηση του εργαζόμενου, καθώς και η απόφαση του εργοδότη δεν απαιτούν έγκριση από την αρμόδια υπηρεσία του ΣΕΠΕ, διατηρούνται στην επιχείρηση επί πέντε (5) έτη και είναι στη διάθεση των Επιθεωρητών Εργασίας.

Αποδοχές για ετήσια κανονική άδεια

Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Α.Ν. 539/45, κατά τη διάρκεια της αδείας του ο μισθωτός δικαιούται να λάβει τις «συνήθεις αποδοχές», δηλαδή τις αποδοχές εκείνες που θα ελάμβανε εάν εργαζόταν στην επιχείρηση κατά τον αντίστοιχο χρόνο. Στις αποδοχές περιλαμβάνεται ότι καταβάλλεται στο μισθωτό τακτικώς και μονίμως ως αντάλλαγμα της εργασίας του (Εφ. Αθ. 1950/1995).

Αποδοχές, μεταξύ άλλων, αποτελούν και : α) η αμοιβή για τακτική εργασία κατά Κυριακή, εορτές ή νύκτα (Α.Π. 659/2003, Α.Π. 1449/2002, Α.Π. 273/93, Α.Π. 540/85, Α.Π. 1318/84 κλπ), β) η αμοιβή για υπερεργασία, εφόσον αυτή παρέχεται τακτικά (Α.Π. 702/2002, Α.Π. 703/2002, Α.Π. 588/93, Εφ. Αθηνών 371/85 κλπ), γ) η αμοιβή για νόμιμη τακτική υπερωρία που θα πραγματοποιούσε ο μισθωτός κατά το διάστημα της αδείας του, αν εργαζόταν κατά το διάστημα αυτό (Α.Π. 911/1986, Εφ. Αθηνών 1950/1995 κλπ).

Στις αποδοχές αδείας, δεν υπολογίζονται, μεταξύ άλλων η αποζημίωση για παράνομη υπερωριακή εργασία (Α.Π. 1339/2005), ούτε η αναλογία των δώρων εορτών (Εφ. Αθ. 1950/1995), διότι οι αποδοχές αδείας συσχετίζονται με τις αποδοχές του διαστήματος της άδειας και όχι αορίστως με τις τακτικές αποδοχές όπως συμβαίνει με τα δώρα (επιδόματα) εορτών στα οποία υπολογίζεται η αναλογία του επιδόματος αδείας.

Επίδομα Αδείας

Εκτός από τις αποδοχές αδείας οι μισθωτοί δικαιούνται να λάβουν και «Επίδομα αδείας» (άρθρο 3 του Ν. 4504/66). Το δικαίωμα λήψης επιδόματος αδείας, αποτελεί συνακόλουθο του δικαιώματος λήψης κανονικής αδείας και υπολογίζεται όπως και οι αποδοχές αδείας, είναι δηλαδή ίσες προς το σύνολο των αποδοχών αδείας με τον περιορισμό ότι δεν μπορεί να υπερβεί, για όσους μεν αμείβονται με μισθό, τον μισό μισθό, για όσους δε αμείβονται με ημερομίσθιο ή ωρομίσθιο ή ποσοστά, τα 13 ημερομίσθια.

Χρόνος καταβολής

Τόσο οι αποδοχές αδείας όσο και το επίδομα αδείας προκαταβάλλονται στον μισθωτό κατά την έναρξη της αδείας του, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 8 του Α.Ν. 539/45, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 παρ. 3 του Ν.Δ. 4547/1966.

Αποδοχές αδείας και επιδόματος αδείας επί λύσεως της σχέσεως εργασίας

Σε περίπτωση λύσης της σχέσης εργασίας μισθωτού με οποιονδήποτε τρόπο (απόλυση, αποχώρηση απ’ την εργασία κ.λ.π.) πριν λάβει την κανονική άδεια που του οφείλεται, ο μισθωτός δικαιούται τις αποδοχές τις οποίες θα έπαιρνε αν του είχε χορηγηθεί άδεια (άρθρο 1, παρ. 3 του Ν.1346/1983).

Σύμφωνα με το άρθρο 38 του Ν. 1892/1990 όπως διαμορφώθηκε με το άρθρο 59 του Ν.4635/2019, οι μερικώς απασχολούμενοι μισθωτοί καθώς και οι εργαζόμενοι με εκ περιτροπής εργασία έχουν δικαίωμα ετήσιας άδειας με αποδοχές και επιδόματος αδείας, με βάση τις αποδοχές που θα ελάμβαναν, εάν εργάζονταν κατά το χρόνο της αδείας τους, για τη διάρκεια της οποίας εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 2 του Α.Ν. 539/1945, όπως ισχύει.

Αναφορικά με τη χορήγηση άδειας σε εργαζόμενους με διαλείπουσα ή εκ περιτροπής εργασία, εφαρμογή έχει η παρ. 2 του άρθρου 2 του Α.Ν.539/45 όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 1346/83, σε συνδυασμό με το άρθρο 1 του Ν.3302/2004. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την εν λόγω ρύθμιση, ο μισθωτός με διαλείπουσα εργασία δικαιούται για κάθε ημερολογιακό έτος, άδεια με αποδοχές, ίση με το ένα δωδέκατο της άδειας που δικαιούται ένας πλήρως απασχολούμενος για κάθε μήνα απασχόλησης από την ημέρα της πρόσληψης.

Για τον υπολογισμό της άδειας αυτής ως μήνας θεωρείται η απασχόληση είκοσι πέντε (25) ημερών. Αν προκύπτει κατά τον υπολογισμό αυτής της παραγράφου, κλάσμα χρόνου άδειας που υπερβαίνει τη μισή ημέρα, το κλάσμα στρογγυλοποιείται σε ολόκληρη ημέρα. Το επίδομα αδείας ισούται με τις αποδοχές αδείας με τον περιορισμό ότι δεν δύναται να υπερβεί το μισό μισθό ή τα δεκατρία ημερομίσθια. Δικαίωμα λήψεως αδείας αποκτά στη συγκεκριμένη μορφή απασχόλησης ο μισθωτός, από της προσλήψεως του, για κάθε 25 ημέρες πραγματικής εργασίας.

Στην περίπτωση μη χορηγήσεως της αδείας μέχρι την 31 Μαρτίου του επόμενου ημερολογιακού έτους, η αξίωση για την άδεια μετατρέπεται σε χρηματική. O εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει στον μισθωτό τις αποδοχές αδείας, απλές μεν όταν δεν υπάρχει πταίσμα του ιδίου, διπλές δε, δηλαδή με προσαύξηση κατά 100%, όταν υπάρχει και πταίσμα του εργοδότη (Α.Ν. 539/1945 και Ν.Δ. 3755/1957, Ν.4808/2021, Εγκ. 64597/2021).

Κάθε συμφωνία μεταξύ εργοδότη και μισθωτού περί «εγκαταλείψεώς του εις την άδεια δικαιώματός του ή παραιτήσεως αυτού απ’ το δικαίωμα της αδείας», θεωρείται ανύπαρκτος, έστω και αν προβλέπει την καταβολή εις αυτόν προσαυξημένης αποζημιώσεως (άρθρο 5 παρ. 1 ΑΝ. 539/45).

Απαγόρευση της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας κατά τη διάρκεια της αδείας

Κατά τη διάρκεια της αδείας απαγορεύεται η απόλυση του μισθωτού από τον εργοδότη (άρθρο 5 παρ. 6 Α.Ν. 539/45).

Απαγόρευση της απασχόλησης κατά τη διάρκεια της αδείας

Απαγορεύεται η ανάληψη οποιασδήποτε έμμισθης εργασίας από τον εργαζόμενο, όσο βρίσκεται σε άδεια. Εργοδότης που θα απασχολήσει εργαζόμενο κατά τη διάρκεια της ετήσιας κανονικής του άδειας, δικαιούται να μην καταβάλλει αμοιβή σε αυτόν για το αντίστοιχο χρονικό διάστημα (παρ. 2 του άρθρου 5 του Α.Ν. 539/45).

Σύμφωνα με την περίπτωση 2 της Υποπαραγράφου ΙΑ.5 του άρθρου πρώτου του Ν. 4254/2014, κάθε εργοδότης οφείλει να τηρεί ειδικό βιβλίο, το οποίο δύναται να είναι και σε μορφή μηχανογραφημένων σελίδων. Το ειδικό βιβλίο ή οι μηχανογραφημένες σελίδες πρέπει να φέρουν τα στοιχεία της επιχείρησης, την ένδειξη «Βιβλίο αδειών» και να περιλαμβάνει τις παρακάτω στήλες:

Ονοματεπώνυμο μισθωτών, ημερομηνία πρόσληψης, αριθμός δικαιούμενων ημερών αδείας, χρονολογία έναρξης και λήξης χορηγηθείσας αδείας, αποδοχές αδείας, επίδομα αδείας. Ειδικώς, οι αποδοχές αδείας και το επίδομα αδείας συμπληρώνονται στο σύνολό τους μέχρι το τέλος του σχετικού έτους λήψης της κανονικής άδειας.

Το Βιβλίο αδειών πρέπει να είναι στη διάθεση των Επιθεωρητών Εργασίας του Σ.ΕΠ.Ε. που ασκούν τον έλεγχο και την εποπτεία της εφαρμογής της εργατικής νομοθεσίας.

Πέραν της τήρησης του Βιβλίου αδειών, οι εργοδότες έχουν την υποχρέωση να γνωστοποιούν ηλεκτρονικά στο Πληροφοριακό Σύστημα του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, με την ονομασία «ΕΡΓΑΝΗ», εντός του μηνός Απριλίου, στοιχεία των εργαζομένων που έλαβαν την ετήσια άδεια και το επίδομα αδείας κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος (ΥΑ 109084/2021).

Σε περίπτωση μη τήρησης της υποχρέωσης αυτής επιβάλλονται από τα αρμόδια ελεγκτικά όργανα, σε βάρος του εργοδότη, κυρώσεις, σύμφωνα με το άρθρο 24 του Ν. 3996/2011 όπως ισχύει.

Με υπουργική απόφαση ρυθμίζεται κάθε όρος και αναγκαία λεπτομέρεια για την υποβολή του σχετικού εντύπου (Έντυπο Ε11-Γνωστοποίηση στοιχείων ετήσιας κανονικής άδειας).